Στην τελική ευθεία φαίνεται πως μπαίνει η διαπραγμάτευση μεταξύ Αθήνας και θεσμών, με πρώτο καταληκτικό ορόσημο το Eurogroup της 7ης Απριλίου στη Μάλτα. Τις αμέσως επόμενες μέρες, αναμένεται να ολοκληρωθεί η συμφωνία σε τεχνικό επίπεδο, με «αγκάθια» τα εργασιακά, τα ενεργειακά και το ασφαλιστικό. Παρ’ όλα αυτά, εδώ και λίγες ημέρες υπάρχει αισιοδοξία στην ελληνική πλευρά ότι έχουν διαμορφωθεί οι προϋποθέσεις για συμφωνία.
Μετά την ολοκλήρωση της -επί τρεις ημέρες- διαπραγμάτευσης που διεξήχθη την προηγούμενη εβδομάδα στις Βρυξέλλες ανάμεσα στους επικεφαλής των θεσμών και τους Έλληνες υπουργούς, τις αμέσως προηγούμενες ημέρες οι διαπραγματεύσεις συνεχίστηκαν με πιο «μυστική» διαδικασία ανάμεσα στις δύο πλευρές. Φαίνεται όμως ότι ποτέ δεν σταμάτησαν.
Όπως δήλωσε σήμερα ο εκπρόσωπος της Κομισιόν, Μαργαρίτης Σχοινάς, οι συνομιλίες μεταξύ ελληνικών αρχών και θεσμών συνεχίζονται από την έδρα τους, μετά τη «σημαντική πρόοδο» που σημειώθηκε την προηγούμενη εβδομάδα.
Ήδη από τις προηγούμενες μέρες, στο στρατόπεδο της κυβέρνησης, υπάρχει ένα κλίμα αισιοδοξίας, σύμφωνα με το οποίο έχει διανυθεί πλέον αρκετή απόσταση και έχουν δημιουργηθεί οι συνθήκες για το κλείσιμο της τεχνικής συμφωνίας, ώστε αυτό να επισφραγιστεί στο Eurogroup που θα διεξαχθεί στις 7 Απριλίου στη Μάλτα.
«Έχει δημιουργηθεί η δυναμική για την επίτευξη μίας έντιμης συμφωνίας με αμοιβαίες υποχωρήσεις, προκειμένου να εμπεδωθεί η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και να αρθεί το καθεστώς αβεβαιότητας σε μία κρίσιμη καμπή για ολόκληρη την Ευρώπη», δήλωσε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος, σε συνέντευξή του στην Κυριακάτικη Real News.
Αλλά και ο εκπρόσωπος της Κομισιόν, Μαραγαρίτης Σχοινάς, ανέφερε στη σημερινή ενημέρωση των δημοσιογράφων, ότι στόχος είναι η συμφωνία σε τεχνικό επίπεδο (staff level agreement) να υπάρξει έως το Eurogroup της 7ης Απριλίου.
Είπε, συγκεκριμένα, ότι «η επόμενη συνάντηση θα πρέπει να είναι το Eurogroup της 7ης Απριλίου, όπου ιδανικά θα είμαστε σε θέση να παρουσιάσουμε μια συμφωνία σε τεχνικό επίπεδο».
Αυτό που είναι γνωστό, είναι ότι την προηγούμενη εβδομάδα, κατά τις συναντήσεις των Βρυξελλών, υπήρξε πρόοδος ώστε να κλείσουν τελείως τα εναπομείναντα πιο «εύκολα» θέματα, ενώ καταγράφηκαν τα πιο «δύσκολα», τα οποία παρέμειναν ανοιχτά. Την ύπαρξη των ανοιχτών θεμάτων επιβεβαιώνει ουσιαστικά η μη επιστροφή των τεχνικών κλιμακίων των θεσμών στην Αθήνα που είναι απαραίτητη, τυπικά, για την επίτευξη της τεχνικής συμφωνίας (staff level agreement). Έτσι, για τα ανοιχτά ζητήματα θα αναζητηθεί (ή μάλλον αναζητείται ήδη) λύση στο ανώτατο πολιτικό επίπεδο, προκειμένου τα πράγματα να πάρουν το δρόμο τους για το Eurogroup της 7ης Απριλίου.
Πάντως, πηγές του υπουργείου Οικονομικών εκφράζουν αισιοδοξία για το κλείσιμο όλων των εκκρεμοτήτων σε τεχνικό επίπεδο τα επόμενα εικοσιτετράωρα.
Σύμφωνα με πληροφορίες που μεταφέρει η ΕΡΤ, πρόοδος ανάμεσα στις δύο πλευρές σημειώθηκε τουλάχιστον στο φορολογικό, στο οποίο φαίνεται να έχει συμφωνηθεί μείωση του αφορολόγητου κοντά στις 5.900 ευρώ από το 2019.
Τα «αγκάθια» της διαπραγμάτευσης αυτή τη στιγμή
1) Ασφαλιστικό. Εκεί οι διαφορές είναι γνωστές. Οι δύο πλευρές έχουν συμφωνήσει για την περικοπή της προσωπικής διαφοράς στις καταβαλλόμενες συντάξεις, ωστόσο η διαφωνία έγκειται στο πώς θα γίνει αυτή η περικοπή, αν θα γίνει σταδιακά ή εφάπαξ.
Η ελληνική πλευρά υποστηρίζει ότι οι περικοπές δε θα γίνουν εφάπαξ αλλά σταδιακά από το 2020, σενάριο το οποίο όμως δεν έχει επιβεβαιωθεί ακόμα από τους δανειστές. Οι τελευταίες απαιτήσεις των δανειστών αφορούσαν σε μειώσεις κύριων και επικουρικών συντάξεων κατά 1,8 δισ. ευρώ, μια κι έξω, το 2020.
2) Εργασιακά. Στο πεδίο αυτό, υπάρχουν ακόμα μεγάλες διαφωνίες, στο επίκεντρο των οποίων βρίσκεται το ελληνικό αίτημα επαναφοράς των συλλογικών συμβάσεων εργασίας στην Ελλάδα. Για το ζήτημα αυτό, μάλιστα, την προηγούμενη εβδομάδα, υπήρξε έντονο διπλωματικό παρασκήνιο σχετικά με τη συμπερίληψη ή μη, αναφοράς στο κοινωνικό και εργασιακό κεκτημένο στην περίφημη Διακήρυξη της Ρώμης. Αυτό οδήγησε στην επιστολή Τσίπρα στο Γιούνκερ και στη συνέχεια, στην απάντηση του προέδρου της Κομισιόν, η οποία αποτελεί αισθητή προσπάθεια να «πατήσει σε δύο βάρκες», σε αυτήν της ελληνικής πλευράς και στην άλλη του ΔΝΤ.
Εν πάση περιπτώσει, η Κομισιόν φαίνεται ότι, αν και με «βαριά καρδιά», είναι διατεθειμένη να αποδεχτεί το αίτημα για αποκατάσταση των συλλογικών συμβάσεων, σε αντίθεση με το ΔΝΤ που εμφανίζεται αμετακίνητο. Ο ίδιος ο Πολ Τόμσεν άλλωστε, ήδη από τα μέσα της περασμένης εβδομάδας είχε αναφέρει (σε ομιλία του στην Οξφόρδη) ότι υπάρχουν συγκλίσεις ως προς τις παρεμβάσεις στον δημόσιο τομέα, το ασφαλιστικό και το φορολογικό. Όμως, το Ταμείο δεν υποχωρεί από τη θέση του για μη επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων.
Εκτός αυτού, το Ταμείο συνεχίζει να επιμένει στα αιτήματά του για νομοθέτηση του εργοδοτικού lock out και για αλλαγή του συνδικαλιστικού νόμου σε σχέση με τον τρόπο λήψης των αποφάσεων για τις απεργίες.
3) Ενεργειακά. Σε κορυφαίο ζήτημα-αγκάθι φαίνεται να εξελίσσεται τις τελευταίες ώρες το ενεργειακό. Οι δανειστές πιέζουν για πώληση του 40% των λιγνιτικών και υδροηλεκτρικών εργοστασίων της ΔΕΗ και μάλιστα με ασφυκτικό χρονοδιάγραμμα. Δηλαδή, εκκίνηση της διαδικασίας το φθινόπωρο με “market test” που θα καταδείξει το ενδιαφέρον της αγοράς για την απόκτηση μονάδων, καθορισμό του «καλαθιού» των προς πώληση μονάδων ως το τέλος του χρόνου και ολοκλήρωση του διαγωνισμού μέσα στο 2018.
Οι δανειστές θεωρούν ότι η μέθοδος των δημοπρασιών λιγνιτικής και υδροηλεκτρικής παραγωγής της ΔΕΗ που επελέγη ως εργαλείο για την απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας είναι ατελέσφορη και δεν πρόκειται να οδηγήσει στον στόχο που είναι η μείωση του μεριδίου αγοράς της ΔΕΗ στο 50% ως το 2020 (από 90% περίπου που είναι τώρα). Με αυτό τον τρόπο, οι δανειστές ασκούν και έμμεση κριτική στην ελληνική πλευρά και στον πρώην υπουργό Περιβάλλοντος Πάνο Σκουρλέτη, προσπαθώντας να «περάσουν» ότι το σχέδιο αυτό που και οι ίδιοι οι δανειστές υπέγραψαν κατά την πρώτη αξιολόγηση, είναι ελληνικής έμπνευσης.
Έτσι, οι δανειστές υποστηρίζουν ότι για να επιτευχθεί ο παραπάνω στόχος, πρέπει να εφαρμοστούν δομικά μέτρα, όπως η πώληση μονάδων της ΔΕΗ.
Η ελληνική πλευρά πιέζει προκειμένου να εξαιρεθούν από το «πωλητήριο» τα υδροηλεκτρικά, όπως επίσης και να υποχρεωθούν οι ιδιώτες που θα αγοράσουν λιγνιτικά εργοστάσια, να διαθέτουν μέρος της ενέργειας που θα παράγουν σε διοικητικά καθορισμένες τιμές μέσω δημοπρασιών ΝΟΜΕ, όπως συμβαίνει σήμερα με τη ΔΕΗ.
Κρίσιμο στοιχείο της διαπραγμάτευσης αποτελεί η σύνθεση του «καλαθιού» των μονάδων της ΔΕΗ που - εφόσον συμφωνηθεί κάτι τέτοιο - θα διατεθούν προς πώληση. Όχι μόνο αν θα περιλαμβάνονται ή όχι τα υδροηλεκτρικά, αλλά και το ποιες λιγνιτικές μονάδες θα επιλεγούν, δεδομένου ότι τα παλαιότερα και πιο ρυπογόνα εργοστάσια της ΔΕΗ βαίνουν προς απόσυρση λόγω εφαρμογής της περιβαλλοντικής νομοθεσίας της ΕΕ, ή χρειάζονται σημαντικές επενδύσεις απορρύπανσης για να συνεχίσουν να λειτουργούν.
Υπενθυμίζεται ότι το μοντέλο της πώλησης μονάδων της ΔΕΗ ως μέσο για απελευθέρωση της αγοράς είχε συμφωνηθεί μεταξύ των δανειστών και της κυβέρνησης Σαμαρά, αλλά καταργήθηκε από τη σημερινή κυβέρνηση και αντικαταστάθηκε από τις δημοπρασίες ΝΟΜΕ.
Εν τω μεταξύ, ηχηρή παρέμβαση για το θέμα της ΔΕΗ έκανε σήμερα ο πρώην υπουργός Περιβάλλοντος και νυν Εσωτερικών Πάνος Σκουρλέτης, με άρθρο του στην Εφημερίδα των Συντακτών. Ο κ. Σκουρλέτης κάνει λόγο για «επίθεση, που στο στόχαστρό της έχει την περιουσία της ΔΕΗ με σκοπό αυτή να περάσει σε εξευτελιστικές τιμές σε συγκεκριμένα ευρωπαϊκά και εγχώρια επιχειρηματικά συμφέροντα» και διατυπώνει την καταγγελία πως «στελέχη των διαπραγματευτικών κλιμακίων από τη μεριά των δανειστών παίζουν, απ’ ότι λέγεται, ακριβώς αυτό τον ρόλο, της προώθησης συγκεκριμένων συμφερόντων.
Ακόμα, ο Πάνος Σκουρλέτης θέτει τα ερωτήματα «Γιατί σήμερα οι θεσμοί αγνοούν ό,τι είχε προηγουμένως, μέχρι και την πρώτη αξιολόγηση συμφωνηθεί; Γιατί θέτουν ζητήματα έξω από τα όρια της συμφωνίας επαναφέροντας σενάρια για πώληση του 40% των μονάδων της ΔΕΗ;», επισημαίνοντας ότι «σε αυτή την επίθεση συμπράττουν η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ». Τονίζει δε ότι δεν είναι οπαδός παρωχημένων αντιλήψεων, που δεν αντιλαμβάνεται τις αλλαγές που έχουν συμβεί στην ευρωπαϊκή αγορά ενέργειας, της οποίας είμαστε αναπόσπαστο μέλος, ούτε υπερασπίζεται μονοπωλιακές καταστάσεις και ξεπερασμένα μοντέλα περασμένων δεκαετιών, «ούτε όμως θεωρώ πως η κυβέρνησή μας δεν θα πρέπει να αντιταχθεί στον επιχειρούμενο κανιβαλισμό της ΔΕΗ».
4) Και τα αντίμετρα, κύριε; Έχει συμφωνηθεί ότι -εφόσον υπάρξει υπέρβαση του πλεονάσματος για το 2018- από το 2019 και μετά, μαζί με τα «αρνητικά» μέτρα, θα εφαρμοστούν και αντίμετρα, τα οποία θα νομοθετηθούν και αυτά από τώρα. Φαίνεται ότι οι δύο πλευρές έχουν συμφωνήσει στη μείωση του ΕΝΦΙΑ και ενδεχομένως τη μείωση της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης. Η ελληνική πλευρά ζητά επίσης ένα πακέτο μέτρων για την αύξηση της κοινωνικής προστασίας με παρεμβάσεις για την παιδική φτώχεια και τις οικογένειες στα όρια της φτώχειας, στο οποίο οι δανειστές φαίνεται ότι δεν είναι αρνητικοί.
Εκείνο, όμως, που ζητούν οι δανειστές –και ιδιαίτερα, όπως φαίνεται, το ΔΝΤ- είναι τα αντίμετρα να έχουν περισσότερο «αναπτυξιακό» χαρακτήρα, δηλαδή να κατευθύνονται στη βελτίωση του «κλίματος» για τις επιχειρήσεις. Έτσι, στο τραπέζι πέφτει η μείωση του φορολογικού συντελεστή για τις επιχειρήσεις κλπ.
Πρώτα το Euro Working Group την Πέμπτη
Την προσεχή Πέμπτη 30 Μαρτίου συνεδριάζει, σύμφωνα με πληροφορίες, το Euro Working Group (EWG) υπό τον Τόμας Βίζερ, παρουσία των εκπροσώπων των θεσμών, προκειμένου να προετοιμάσει το άτυπο Eurogroup της 7ης Απριλίου στη Μάλτα.
Το EWG είναι η πρώτη «ευκαιρία» να αποτυπωθεί ένα προσχέδιο συμφωνίας για το Eurogroup της Μάλτας. Στην κατεύθυνση αυτή, τα αρμόδια υπουργεία πρέπει να αποστείλουν στους θεσμούς, τα επόμενα εικοσιτετράωρα, γραπτές απαντήσεις για μία σειρά από ανοιχτά θέματα που «ξέμειναν» σε τεχνικό επίπεδο από τις συναντήσεις στις Βρυξέλλες την προηγούμενη εβδομάδα.
Τέλος, σύμφωνα με τον Πολ Τόμσεν, όταν κλείσει η διαπραγμάτευση με την ελληνική κυβέρνηση για τις μεταρρυθμίσεις, θα ξεκινήσει μια εντατική συζήτηση ανάμεσα στο ΔΝΤ και την Ευρώπη, αναφορικά με τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους και τα πλεονάσματα.
Υπενθυμίζεται ότι κομβικό ρόλο αναμένεται να παίξει στη συζήτηση για το χρέος και στην τελική απόφαση για τη συμμετοχή η μη του Ταμείου στο πρόγραμμα, η Εαρινή Σύνοδος του ΔΝΤ που θα διεξαχθεί στις 21 με 23 Απριλίου στην Ουάσιγκτον.