«Τι ώρα βγαίνουμε;» ρώτησε ο Ηγέτης κοιτώντας βαριεστημένα το ρολόι του.
«Σε 10 λεπτά, ω Φως της Χώρας!» απάντησε ο πιστότερος των δούλων του, μα δαγκώθηκε βλέποντας τα φρύδια του Ηγέτη να σμίγουν και έσπευσε να συμπληρώσει: «...Ω Φωτοδότη του πλανήτη, του σύμπαντος ολόκληρου!».
Χαχάνισε με αυταρέσκεια. Είχε μερικούς μήνες που ανακάλυψε αυτό το αυτάρεσκο χαχάνισμα, και το εξαπέλυε σε κάθε ευκαιρία. Σηκώθηκε (σ.σ.: Αργά! Όπως αρμόζει σ' έναν φωτισμένο Ηγέτη!) απ' την πολυθρόνα του γραφείου του και τέντωσε το χέρι του στον Γραμματικό. Εκείνος, λυγίζοντας σε ορθή γωνία το σώμα του, του έδωσε τον Λόγο. Μ' ένα ακόμη αυτάρεσκο χαχάνισμα, άρχισε να τον διαβάζει, μα πάλι συνοφρυώθηκε: «Αυτά θα πούμε στο διάγγελμα; Είμαστε σίγουροι;» ρώτησε με ένταση τον Γραμματικό και οι δούλοι γύρω ρίγησαν.
Ο Γραμματικός δεν έδειξε να πτοείται. «Μάλιστα, ω Ηγέτη των χιλίων ετών, αυτά θα πούμε. Αυτά μας δώσανε να πούμε!» απάντησε με σταθερότητα.
«Μα υποτίθεται πως θα εξαγγείλουμε μέτρα για την ελάφρυνση των ευπαθών ομάδων! Εδώ σε νέες επιβαρύνσεις αναφερόμαστε! Πώς θα το δικαιολογήσουμε;» ξαναρώτησε με περισσότερη ένταση τον Γραμματικό.
«Δεν θα το δικαιολογήσουμε, ω Έξοχε μεταξύ των εξόχων! Δεν χρειάζεται να το δικαιολογήσουμε! Θα τους πούμε πως είναι για το καλό τους! Θα τους το πείτε Σεις! Σεις που σας λατρεύουν!».
Γέλασε. Πάντα του άρεσε να ακούει πόσο λατρεύεται απ' το πλήθος. «Κάνουν ό,τι τους πω, ε; Τρώνε απ' τη χούφτα μου!» είπε και άρχισε να ξαναδιαβάζει.
Πάλι συνοφρυώθηκε. Κοίταξε ενοχλημένος τον Γραμματικό. «Κάποιο λάθος έγινε. Αυτό είναι η καταδίκη τους σε θάνατο. Η απόφαση που πήραμε λίγους μήνες πριν για την εξόντωση των ευπαθών ομάδων. Για το καλό της χώρας πάντα! Δεν μπορούμε να τους το πούμε κατάμουτρα αυτό! Υποτίθεται πως εξαγγέλλουμε ελαφρύνσεις!» ούρλιαξε σχεδόν.
«Μα για ελαφρύνσεις πρόκειται, Εκλαμπρότατε!» απάντησε απαθής ο Γραμματικός. «Όταν ο βίος γίνεται αβίωτος, δεν είναι ελάφρυνση το να τελειώσει; Αφήστε που νομοθετούμε και το ξεροκόμματο! Για όσους επιζήσουν βεβαίως» τόνισε με νόημα.
Πέταξε τον Λόγο στο (ακριβό!) δάπεδο του (πανάκριβου!) Γραφείου τρέμοντας από οργή. «Δεν μπορεί να μας ζητούν να τα πούμε αυτά! Με επιβουλεύεσαι! Πρόκειται για δική σου πρωτοβουλία! Με ζηλεύεις! Θέλεις τον αφανισμό μου!» ούρλιαξε, χωρίς και πάλι να πτοήσει τον Γραμματικό, που αρκέστηκε να μουρμουρίσει με σταθερότητα: «Τηλεφωνήστε τους, Πολυχρονεμένε! Ίσως να μην κατάλαβα καλά. Ή ίσως να έκανε λάθος ο δικός τους Γραμματικός. Αν κρίνετε πως είναι επικίνδυνο, μιλήστε μαζί τους. Μόνο κάντε γρήγορα. Σε πέντε λεπτά βγαίνουμε».
Χωρίς να πει λέξη, ο Ηγέτης χώθηκε στο Δωμάτιο Επικοινωνίας. Δύο λεπτά αργότερα, ήταν και πάλι στο Γραφείο. Χλωμός, μα σίγουρος. Έδειξε στο πάτωμα, στον πεταμένο Λόγο, χτυπώντας τα δάχτυλά του και ένας απ' τους δούλους όρμησε να τον σηκώσει, να τον τινάξει και να του τον δώσει στο χέρι.
Ο Ηγέτης πήρε μια βαθιά ανάσα. «Θα μας πιστέψουν και πάλι, ε;» ρώτησε τον Γραμματικό, που συγκατένευσε. Μια ακόμη βαθιά ανάσα, ένα χαμόγελο και... «Φέρτε τις κάμερες» είπε χαχανίζοντας, «καιρός να τους ξανασώσουμε»!