1.
Ήταν γύρω στα δέκα όταν εμφανίστηκαν αυτοί οι άνθρωποι ξαφνικά στη ζωή της. Είχαν έρθει από ένα τόπο που λεγόταν εξορία, μια λέξη που δεν ήξερε αυτή τι ακριβώς ήταν, στην μετεμφυλιακή δικτατορική επαρχία που μεγάλωνε, ήταν ένας μυστήριος τόπος, όπως μυστήριο ήταν που οι γονείς της, δημόσιοι υπάλληλοι και οι δύο, βρέθηκαν να κάνουν παρέα μ' αυτούς τους τύπους. Ο ένας πρώην βουλευτής της εδα, άλλα άγνωστα πράγματα κι αυτά, ο άλλος φαρμακοποιός, που έκανε έρευνες για τον καρκίνο και ο τρίτος ζωγράφος απ' τη μεσοχώρα. Ως και η μεσοχώρα ήταν μυθικός τόπος τότε για κείνη. Για πολλά χρόνια μετά την μπέρδευε στο μυαλό της με τη μέση γη, δηλαδή ένας άπιαστος, μακρινός τόπος που δεν ήταν σίγουρη ότι υπήρχε πραγματικά. Όπως μυθικό ήταν και το βιβλίο που της χάρισε ο φαρμακοποιός στη γιορτή της. Ο δον κιχώτης για παιδιά. Το βιβλίο το 'χει ακόμα. Που και που το παίρνει στα χέρια της και μυρίζει το άρωμα. Αυτών που χάθηκαν και μένουν μόνο τα κειμήλια στα χέρια.
Τα βράδια μαζεύονταν στο σπίτι του φαρμακοποιού, ένα παλιό πέτρινο δίπατο στην παλιά γειτονιά της πόλης κι ακούγαν κάτι μουσικές που αυτή δεν είχε ξανακούσει ποτέ. Τσαϊκόφσκι και λαϊκά ρουμάνικα από κάτι δίσκους σ' ένα παλιό πικάπ, και κάποιον θεοδωράκη, και κάποιον χατζηδάκι. Μυθικά πράγματα. Κάθονταν στο παλιό ξύλινο τραπέζι και ζωγράφιζαν. Κάνε μου ένα σπίτι στη βροχή της έλεγε ο ζωγράφος. Ωωω τι ωραίο. Κι αυτή καμάρωνε. Μετά πιάναν' την κουβέντα για κάτι αντάρτες. Ο ζωγράφος λέει ήταν υπεύθυνος για κάτι λίρες που ήταν ακόμα θαμμένες στα βουνά και ήξερε αυτός το μέρος. Είχε γίνει πολλές φορές αυτή η κουβέντα και η απάντηση ήταν η ίδια πάντα 'όχι, όχι. Δεν ανήκουν σε μας αυτά τα λεφτά. Ανήκουν στον λαό' βρε για τον λαό του' λεγε ο φαρμακοποιός. Να κάνουμε νοσοκομεία. 'όχι, όχι' απαντούσε ο ζωγράφος. Και χαμήλωνε το κεφάλι.
Μετά, όπως εμφανίστηκαν αυτοί οι άνθρωποι, έτσι και ξαναχάθηκαν.
Ξαφνικά.
Χρόνια μετά έμαθε ότι ο ζωγράφος πέθανε, μόνος, στο σπίτι του στην μέση γη.
Έμεινε ο πίνακας που είχε χαρίσει στη μάνα της. Ένα χιονισμένο τοπίο στη μεσοχώρα. Ή αλλού.
........................................................................................
2.
Έφτασε μέχρι την πλαγιά πάνω απ' το χωριό κουτρουβαλώντας απ' την κορφή που τους είδε το τσελιγκόπουλο κι έβαλε φωνή 'έρχονται οι γερμανοί εεεεε γερμανοί, έρχονται οι γερμανοί, φεγάτε, φούτζι* βρεεεε'
γυναίκες αρπάζαν' τα μικρά στην αγκαλιά, κανα - δυο κουβέρτες φορτώναν στα μεγαλύτερα, άντρες φωνάζαν πάμε πάμε, ποδοβολητό, φωνές, που είναι το παιδί, πάμε πάμε, όσοι είχαν άλογα τα ζεύαν, απάνω για το δάσος και πιο πάνω στα μαντριά κι ο θεός βοηθός.
Αυτή ήταν νύφη φρέσκια στο χωριό, δεκαπέντε μέρες παντρεμένη. Ανέβηκαν στο άλογο και οι δυο , ήταν η πεθερά με τα πρόβατα στο μαντρί πάνω. Κοντά στις καστανιές θες απ' το φόβο το δικό τους θες απ' την ώρα την κακιά χτύπησε το άλογο στο πόδι. Έγειρε. Κατέβηκαν. Αυτή τραβούσε το άλογο, δεν ήθελε να το αφήσει, αυτός έτρεχε μπροστά, άστο της φώναζε άστο κι έτρεχε να γλυτώσει, να σωθεί. Τον έχασε απ 'τα μάτια της, έμεινε μόνη με το άλογο, τους άκουγε απ' τα φύλλα να πλησιάζουν. Γρήγορα βρήκε μια γούβα, έσπρωξε το άλογο μέσα, πλησιάζουν τους ακούει, πυροβολάν ότι κινείται, λούφαξε δίπλα στο άλογο, μέσα στα φύλλα, στη γούβα, ανάσα δεν έβγαζε. Ανάσα. Τους ακούει που περνάν λίγο παραπέρα, γαυγίζουν διαταγές, πόδια πολλά, λίγο κοιτάει, ρόδες από μηχανές που δυσκολεύονται να περάσουν μέσα απ' τα δέντρα, σηκώνουν θόρυβο, ατμούς, καπνούς, τρόμο. Ούτε που ξέρει πόσες ώρες πόσες μέρες πέρασαν εκεί μαρμαρωμένη μεσ' τα φύλλα μεσ' τη γούβα, κι αυτή και το άλογο. Έφτασε μέχρι τα ρουθούνια της η μυρωδιά απ' το χωριό που καίγονταν και μια στιγμή μια φωνή 'σήκω, σήκω, φύγαν πια' ένας γέρος βοσκός από διπλανό χωριό. Του είπε την ιστορία. Ξέρω της είπε. Έχω το μαντρί δίπλα στην πεθερά σου. Ήρθε ο προκομμένος κι η μάνα του άρχισε να σκούζει 'που την άφησες τη γυναίκα βρε χαμένε;' αφού κοιτούσε τ' άλογο ρε μάνα. 'Να τραβούσες εσύ το άλογο βρε χαμένε, να έφευγε αυτή, μόνο γάμους και γαμήσια ξέρ'ς, δεν ήξερες τι έπρεπε να κάνεις σαν άντρας;'
'όχι ρε μάνα όχι, φοβήθηκα, μόνο να γλυτώσω σκέφτομαν'
κι έκρυψε το πρόσωπο στα χέρια κι έκλαιγε με λυγμούς.
*φεγάτε στα βλάχικα
.......................................................................................
3.
ο μπαραγκούλης είναι μια σελίδα που φαίνεται ότι κανένας δεν θέλει να την ανοίξει στο χωριό. Όταν ρωτάς, τα μάτια φεύγουν στο βουνό απέναντι, τύπου τι ψάχνεις να βρεις τώρα, άσε τα πεθαμένα στα πεθαμένα. Κι αν δεν είναι και τόσο πεθαμένα, μη τα σκαλίζεις.
Τον είχα δει εγώ μου λέει η μαριγούλα. Μικρό κοριτσάκι ήμουνα τότε και μ' έστειλε η μάνα μ' με την ξαδέρφη στη θειά μ' απάνω στα μαντριά κι αυτός κρύβονταν εκεί. Με κάτι γένια μαύρα, μαλλιά σα κάτ', κοντός και μαυριδερός, άρχισε να φωνάζει, τι δουλειά έχ'τε εδώ, κι εγώ έκοψα κάτ' απ' την τρομάρα μ' κλαίγοντας. Γιατί φώναζε μαρ' μαριγούλα; ε κρύβονταν αυτός εκεί και φοβόνταν φαίνεται.
Γιατί κρύβονταν; ληστής ήταν, έκλεβε και βίαζε κόσμο.
Εκβίαζε θες να πεις. Ε αυτό. Και μετά; Ε τι μετά. Αυτός ήταν απ' τα βανακούλια πέρα. Δεν ήταν απ' το χωριό. Είχε κι εκεί γυναίκα και παιδί. Εδώ είχε δυο γυναίκες. Μία παντρεμένη, μία ανύπαντρη. Καλά, ο άντρας της παντρεμένης τι έλεγε. Τίποτα, κοιμόνταν όλοι μαζί, μάλλον τον εκβίαζε κι αυτόν. Πάντως οι λίρες μείναν στις γυναίκες. Μετά τον πόλεμο τις ξεθάψαν απ' το υπόγειο οι δυο τους, φιλενάδες καλές και ζήσαν' αυτές καλά.
Μα από που βρε μαριγούλα τόσες λίρες μέσα στον πόλεμο;
που να ξέρω. Τότε τα βουνά ήταν γεμάτα κόσμο, κόσμος πήγαινε κι ερχόταν. Τι αντάρτες, τι απ' τους άλλους, τι απ' την πόλη άνθρωποι που γύρισαν στο χωριό για να γλυτώσουν απ' την πείνα κι απ' τσι γερμανοί, τι κλέφτες, όπλα, λίρες πέφταν απ' τον ουρανό, που να ξέρω. Κι οι γερμανοί; τους γερμανούς τους έφερε αυτός, λεν, εκείνη τη φορά που κάψαν' το χωριό.
Τι λες βρε μαριγούλα; και μετά;
ε μετά, πολλά τα 'χε κάνει, ήρθε η ώρα του.
Πήγαν τρεις χωριανοί στο πουρνάρι κάτω, εκεί που κρύβονταν.
Τι έγινε, είπε, μόλις τους είδε. Ήρθε η ώρα μου;
όχι, όχι ρε μπαραγκούλη, του λεν. Να φάμε και να πιούμε σα φίλοι ήρθαμε.
Το αμέσως επόμενο λεπτό, του 'χαν πάρει το κεφάλι.
Το κάρφωσαν με καρφί στο μεγάλο το κλαδί στον πλάτανο στην πλατεία. Τώρα δεν είναι το κλαδί αυτό εκεί, το 'κόψαν. Καταλήγει η μαριγούλα.
......................................................................................
τέλος.
είμαι στα δικαστήρια και καπνίζω μπροστά στο παράθυρο, έξω απ' το εφετείο. Είναι 27 οκτωβρίου και σκέφτομαι τα όχι που δε θα καταγράψει ποτέ η επίσημη ιστορία, πόσα μικρά όχι λέχθηκαν για να διαλέξει η επίσημη ιστορία, και τα μικρά όχι της δικής μας ζωής. Τον βλέπω που έρχεται, με σκυμμένο και λιωμένο το σώμα και το βλέμμα θολό 'θεία' μου λέει 'μήπως έχεις πενήντα λεπτά να πάρω μια τυρόπιτα να φάω;'
θεία να πεις τη θεία σου σκέφτομαι 'όχι, δεν έχω ούτε πενήντα λεπτά ούτε τίποτα' αμέσως μετανιώνω, λυπάμαι 'να πας στην κοινότητα να γίνεις καλά' του λέω 'σ' αρέσει αυτό που κάνεις τώρα;' όχι, μου λέει, αλλά..' και φεύγει.
Στο μυαλό μου έρχεται εικόνα από μια άσκηση θεραπευτική που κάναμε στην κοινότητα. Καθόμασταν κάτω, ο ένας απέναντι στον άλλον και λέγαμε ο ένας ναι κι ο άλλος όχι. Επαναλαμβανόμενα και αντίθετα ο ένας απ' τον άλλον. Ήμουνα με την άννα κι είχα τόση τρέλα στο όχι που επαναλάμβανα μάλλον, που κάποια στιγμή άρχισε να κλαίει. Ήθελα να σταματήσω να την αγκαλιάσω αλλά δεν μας άφησαν οι θεραπευτές.
Φιλιά στο χάος βρε!
(φωτο: John Twachtman, Icebound)