Βγαίνω να ποτίσω τα λουλούδια και παίζω θέατρο, παριστάνω ότι, ότι είναι μια μέρα σαν όλες τις άλλες, μια κάθε μέρα, που είναι αλήθεια μια μέρα σαν κάθε μέρα, κάθε μέρα σαν όλες τις μέρες που δεν είσαι εδώ, εδώ και δέκα χρόνια, είκοσι μέρες, και κάτι βουνά ανάμεσα στις ώρες. Ακούω ένα ποτάμι να έρχεται ορμητικό απ' τις φλέβες και βάζω φράγματα. Ένα φράγμα στο στήθος, ένα στην κοιλιά, ένα στο στόμα. Μου ξεφεύγει η μύτη που μυρίζει την κολόνια που έβαζες μετά το ξύρισμα, το γιορτινό το ξύρισμα, της μέρας. Και μοσχομύριζε όλο το σπίτι και 'γω χόρευα γύρω απ' την πόρτα του μπάνιου, μάλωνα με τη μάνα τι φούστα θα βάλω στην παρέλαση, γιατί έπρεπε να περιμένω να ντυθείς, αυτό ήταν το τελετουργικό, για να σου πω χρόνια πολλά μπαμπά.
Mπαμπά.
Κάτι λέξεις που χάνονται ξαφνικά απ' τις μέρες.
Ευχαριστώ γιαννάκι.
Γιαννάκι.
Κάτι λέξεις που χάνονται ξαφνικά απ' τις μέρες.
Ναι, δεν θέλω να θυμάμαι. Αλλά εκείνη η μέρα ήταν γιορτή. Έχει γράψει στο κύτταρο και δεν μπορώ ούτε θέλω να κάνω τίποτα γι' αυτό. Ο άι δημήτρης είχε το πρόσωπο το δικό σου. Κι ακόμα. Και πάντα.
Και βγαίνω να ποτίσω τα λουλούδια και παίζω θέατρο. Παριστάνω ότι είναι μια μέρα σαν όλες τις άλλες. Και βάζω φράγματα. Στο ποτάμι που ακούω να κατεβαίνει ορμητικό μέσα απ' τα κόκκαλα. Και μου ξεφεύγουν τα μάτια. Όπως πλένομαι και κοιτάζω στον καθρέφτη και με κοιτάς εσύ. 'δεν πρόσεξες γιαννάκι μου' μου λες και βγάζεις το μαντήλι με την μπορντούρα την γκρενά που κουβαλάω στην τσάντα μου πάντα και σκουπίζεις τα δάκρυα.
Είμαι σε μια γωνιά στο σαλόνι πίσω απ' την κουρτίνα και κρύβομαι.
Να πάμε στο νεκροταφείο λέει η μάνα μου.
Δεν απαντάω.
Τι να κάνουμε στο νεκροταφείο; δεν έχω κανέναν εκεί.
Ο μπαμπάς είναι στα έλατα πάνω στον κόμανο και φωνάζει στον μπάρμπα του 'λάλα λάλα βα με μούγκου κίνι'* και στον έλατο στον κήπο στο χωριό και ρίχνει τον ίσκιο στο σπίτι γιατί δεν μπορεί να φεύγουν και να μη θυμούνται, ούτε να είναι θυμωμένοι, ούτε πικραμένοι πια αλλά να είναι πάντα εκεί που τρέχαμε με το βεσπάκι κι έπεφτε ο ήλιος κι εγώ φώναζα δεν θέλω να πέσει ο ήλιος μπαμπά πάμε να τον κυνηγήσουμε και τρέχαμε με το βεσπάκι να κυνηγήσουμε τον ήλιο κι ο μπαμπάς γελούσε.
Η μέρα είναι συννεφί, άσπρα σύννεφα και πίσω ήλιος θαμπός. Τα περιστέρια μαζεύονται στο πνευματικό απέναντι. Κι είναι μέρα γιορτή. Του άι δημήτρη. Δηλαδή του πατέρα μου.
Χρόνια πολλά..λείπεις μπαμπά.
Και βγαίνω να ποτίσω τα λουλούδια. Και παίζω θέατρο. Παριστάνω ότι είναι μια μέρα σαν κάθε μέρα.
*'μπάρμπα μπάρμπα θα με φαν τα σκυλιά' στα βλάχικα.