Ο τόπος σκληρός, γεννούσε πέτρες, ανάμεσα βάτα, αγκάθια, πέτρες ξανά, πέτρινα πρόσωπα, γκρίζο φως, σκληρά χέρια από τότε που ξύπνησα μέσα τους για πρώτη φορά ή όχι, πάντα βιάζονταν να φύγουν, πάντα κάτι άλλο είχαν να κάνουν. Ήταν αδέρφια δίπλα μου, αυτό ήταν τ’ όνομά τους και δεν θυμάμαι τίποτα άλλο. Μεγάλα σπιρτόκουτα από μπετόν παραταγμένα στη σειρά, τη μέρα άδειαζαν, σκιές βγαίναν αχάραγα για τη δουλειά, το βράδυ απόκαμαν, που και που κανένα παράθυρο μεσ’ τη νύχτα έριχνε θαμπές δέσμες λιγοστό φως στον άδειο δρόμο, όπως και να ’χει εμείς παίζαμε στις πέτρες, τις ξεριζώναμε να φτιάξει ο πατέρας κήπο πίσω απ’ το σπιρτόκουτο από μπετόν που ήταν το σπίτι μας. Κι ήταν στιγμές που είμασταν μαζεμένα γύρω απ’ τη στόβα, μυρωδιά από φρεσκοψημένο ψωμί ή μήλο δεν θυμάμαι τίποτα, δεν θέλω να θυμάμαι, εμείς πέντε κάτω απ’ την κουβέρτα κι ο πατέρας σιγανά διάβαζε ένα βιβλίο. Αυτό κι όταν άλλαζε ο καιρός το φως, γύριζε η εποχή φεγγάρι και καλωσύνευε, ανάμεσα στις πέτρες φυτρώναν άσπρα λουλούδια. Οι άνθρωποι που μιλούσαν τη γλώσσα την παλιά ασφόδελοι είναι λέγαν. Ασφόδελος. Έτσι ήθελα να με λένε. Ασφόδελο. Η ασφόδελος. Είχα προσγειωθεί σε ξένο χώμα κι ήταν το μόνο που θύμιζε αυτό που λεν δικό μου. Παι-δικό μου. Μονα-δικό μου. Ήταν η μυρωδιά σαν την ώρα που έψηνε στη στόβα η μάνα το ψωμί. Ή το μήλο. Δεν θυμάμαι. Και δεν θέλω τίποτα να θυμάμαι.
Το πρωί ο δρόμος γέννησε τανκς και πολυβόλα, τα σπιρτόκουτα τρίζαν και σωριάζονταν κομμάτια κομμάτια πέτρες και σίδερα, κουρνιαχτός, φωνές, άνθρωποι με όπλα μας σημαδεύουν αλτ αλτ λάμψεις γύρω μας πίσω μας τρέχαμε τρέχαμε και με τα τέσσερα, μόνο ανάσα και μάτια ήμασταν τίποτα άλλο, τι είναι αυτοί τι είναι αυτό ρωτούσα είναι το καθεστώς που αλλάζει τρέχα άλλοι άνθρωποι μπροστά μας χωρίς στολές αλλά με όπλα μεγάλα αλτ ακίνητοι θα πυροβολήσουμε χέρια ψηλά μόνο χέρια ψηλά ήμασταν θα πάρουμε την μικρή εμείς αν θέλετε να ζήσετε όχι δεν θα την πάρετε όχιιιι αίμα έκρηξη λάμψεις απανωτές δε βλέπω αίμα η γη ο ουρανός αίμα δε βλέπω τρέξε αδερφή τρέξε να γλυτώσεις όλα κόκκινα αίμα παντού ήταν αδέρφια μου δεν θυμάμαι δεν θυμάμαι σκυλιά αλυχτούσαν αγριεμένα πίσω μου πιάστε την την πουτάνα έτρεχα έτρεχα πολύ καιρό άκουγα να με κυνηγάν καιρό πολύ, κατρακυλούσα στις πέτρες κι έλεγα θα βρω ένα ασφόδελο δε θα βρω έναν ασφόδελο να γλιτώσω, άνοιξε η γη απότομα μπροστά μου κι έμεινα εκεί κουλουριασμένη ένας σβώλος χώμα, ούτε ανάσα ούτε τίποτα μέχρι που δεν άκουγα τίποτα πια, ούτε θυμόμουνα. Πρέπει να είχα βγει να βρω μάλλον τον ασφόδελο, να κόψω μια φλούδα να φάω, δέντρο δεν είναι αυτό; Μια θολή αναλαμπή στο βάθος, τι είναι μια πόλη, ένα σκοτάδι μπροστά μου ξαφνικά ρωτούσε από πού έρχεσαι εσύ; Από πάνω ε; Έλα θα σου δώσω να φας. Ξέρεις να πλένεις πιάτα;
Έμαθα να πλένω πιάτα για το σκοτάδι. Είναι καλό σκοτάδι το αφεντικό. Μόνο που το νερό στην πλύστρα γίνεται πάντα κόκκινο στο τέλος της μέρας. Κι όλο θέλω να φύγω, να μη θυμάμαι τίποτα, δε θέλω να θυμάμαι τίποτα. Μόνο να βρω τον ασφόδελο θέλω. Αλλά δε λέω τίποτα στο αφεντικό. Ούτε ότι με λεν ασφόδελο θα μάθει ποτέ. Γιατί θα φύγω ένα πρωί. Θα φύγω.