Σηκώθηκε με το πρώτο φως. Εκείνη κοιμόταν ακόμα, μέχρι που ένιωσε να λείπει η ζεστασιά του κορμιού δίπλα της και ξύπνησε. Τον βρήκε να κάθεται σταυροπόδι στην κουπαστή της βεράντας προς την ανατολή. Πήγε και κάθισε δίπλα του. Όλα ήσυχα γύρω, σαν κρατημένη ανάσα, σαν μια στιγμή πριν τη γιορτή.
Είναι μια προσευχή που βγαίνει από μόνη της, δεν έχει όνομα, ομ ή ευ ή ένα ή όλον ή φως. Όπως και να τη λένε, συμβαίνει όταν χαράζει, λίγο πριν βγει ο ήλιος, σπάνια στις πόλεις να τη δει κανείς, στα βουνά όμως και στη θάλασσα όποιος είναι ξυπνητός εκείνη την ώρα και θέλει, τη βλέπει.
Το αμέσως επόμενο δευτερόλεπτο έσκασε ο ήλιος πάνω απ' το βουνό απέναντι. Τα φύλλα της καρυδιάς μπροστά τους αναρίγησαν σαν από χαρά, ένα ελαφρό αεράκι πέρασε πάνω απ' όλα τα όντα του πλανήτη γη.
«που πάει το καλοκαίρι όταν φεύγει;» Την ρώτησε απαλά.
«εκεί που τo 'χουν περισσότερη ανάγκη φαντάζομαι» του απάντησε.
«έχει το καλοκαίρι τέτοια αίσθηση αλληλεγγύης;».
«φυσικά. Απλά δεν την κραυγάζει. Έχει μια σεμνότητα εσωτερικού τύπου το καλοκαίρι. Θα μπορούσες να την πεις και τρυφερότητα. Τα φαινόμενα είναι γνωστό ότι απατούν».
Έπαιζαν τώρα.
Μια αχλή ηλιακή είχε απλωθεί ένα γύρω, έκανε τα βουνά απέναντι διάφανα, έδειχναν έτοιμα να αναληφθούν και να πάρουν μαζί τους όλη τη σφαίρα σ' ένα ταξίδι στο αόρατο, στο άλλο, στο αλλού.
Η πρωινή δόξα άνοιξε τα λουλούδια της δίπλα πανευτυχής, «μη φοβάσαι», της είπε, «όλα τα ταξίδια του κόσμου αρχίζουν απ' τη μία άκρη της κεφαλής σου και τελειώνουν στην άλλη. Μια μέρα ζωή είναι όλα».
«και σε κάποιον άλλον το είπες αυτό, αλλά το 'γραψε κάπως αλλιώς», την πείραξε.
«μια στιγμή, μια αιωνιότητα. Μια αιωνιότητα, μια στιγμή κι άσε τα παραμύθια, αγκάλιασέ τον τώρα γιατί θα φύγει» της ψιθύρισε σοβαρά το μωβ λουλούδι.
Ήξερε κι αυτή τι θ' ακούσει μετά, απλά ήθελε να το καθυστερήσει όσο μπορούσε περισσότερο.
«θα φύγω» της είπε «θα πάω να προλάβω το καλοκαίρι».
Θα φύγεις, σκέφτηκε χωρίς να μιλήσει καθόλου. Θα φύγεις αλλά πάντα θα βρίσκω στιγμές σου δίπλα μου, τα χέρια σου να κόβουν το ψωμί και να μαζεύουν τα ψίχουλα σα να 'ναι πέτρες πολύτιμες, το γέλιο σου να λάμπει στον ήλιο, τα μάτια σου αναπάντεχα μέσα σε άλλα μάτια, όπως εκείνο το βράδυ που ήσουνα στα μάτια εκείνης της αλεπούς. Μια στιγμή σταμάτησε μπροστά στα φώτα του αυτοκίνητου, κάρφωσε κατευθείαν τα μάτια της στα μάτια μου κι εξαφανίστηκε στο δάσος δίπλα στο δρόμο. Δεν υπήρξε ούτε στιγμή αμφιβολίας ότι ήσουνα εσύ. Μια στιγμή, μια αιωνιότητα. Και τούμπαλιν.
Να φύγεις, σκέφτηκε. Εξάλλου εμείς δεν είμαστε απ' τα ζευγάρια «κλείνω την πόρτα». Αντιθέτως. Είμαστε του «ανοίγω την πόρτα».
Να φύγεις. Το μόνο που θα λείπει θα είναι αυτή η ζεστασιά του κορμιού σου δίπλα μου όταν ξυπνάω το πρωί. Αυτό δεν βρίσκεται εύκολα, οι ζεστασιές είναι μοναδικές για τον καθένα μία και οι φευγαλέες καμιά φορά, απλά θυμίζουν το όλον και σου αφήνουν μια λύπη αντί για κείνη τη μυρουδιά ζεστού ψωμιού που μόλις βγήκε απ' τον φούρνο κι είναι ο κόσμος ολόκληρος ξαφνικά.
Μόνο μη φύγεις σήμερα που είναι Κυριακή. Να φύγεις τη Δευτέρα το πρωί. Να ξυπνήσω και να λείπει η ζεστασιά και να πω είναι απλά μια δύσκολη Δευτέρα. Λίγο ακόμα κράτα να πω μέσα μου, εφτά τραγούδια πάνω - κάτω και θα ξανάρθει Κυριακή. Και καλοκαίρι.
Δεν μίλησε, δεν τα είπε όλα αυτά. Είναι όμως σίγουρο ότι εκείνος την άκουσε.
Έβαλε το χέρι του γύρω απ' τον ώμο της. Εκείνη κοίταξε τα δάχτυλά του. Ο έρωτας ξεκινάει απ' τα χέρια. Τουλάχιστον για κείνη.
Μια καμπάνα ακούστηκε κάπου μακριά ή κάπου κοντά. Χαρούμενη, κυριακάτικη, γιορταστική, καλεστική.
«θα βγαίνεις στον ήλιο την ώρα που βγαίνει και θα 'μαι εκεί» της είπε.
Είναι σίγουρο ότι τα άκουσε όλα.
Στα φύλλα της καρυδιάς μπροστά, σπουργίτια, μικρά, μεγάλα, σηκώνουν σαματά με τις κουβέντες τους. Ακατάπαυστα... Να τακτοποιήσουν τα πάντα μάλλον θέλουν, πριν φύγουν για τον νότο.
Μπαίνει φθινόπωρο.
Να φύγεις, σκέφτηκε.
Πάντα εδώ θα είσαι.
Εξ' άλλου.
Μπήκε μέσα, άνοιξε τον υπολογιστή κι έπεσε πάνω στον αλεξανδρινό. Όλα εναρμονισμένα είναι και ας μη το ξέρουμε κι ας μη το βλέπουμε. Διάβασε μ' ένα περίεργο φως στα μάτια:
«Κι αν για τον έρωτά μου δεν μπορώ να πω —
αν δεν μιλώ για τα μαλλιά σου, για τα χείλη, για τα μάτια·
όμως το πρόσωπό σου που κρατώ μες στην ψυχή μου,
ο ήχος της φωνής σου που κρατώ μες στο μυαλό μου,
οι μέρες του Σεπτέμβρη που ανατέλλουν στα όνειρά μου,
τες λέξεις και τες φράσεις μου πλάττουν και χρωματίζουν
εις όποιο θέμα κι αν περνώ, όποιαν ιδέα κι αν λέγω.