Τελευταία φορά την είδαν να κάθεται στο πλατύσκαλο μπροστά στην εξώπορτα. Ήταν μεσημέρι φθινόπωρου, ένας ήλιος γλυκός παρηγορούσε όλα τα λουλούδια που γέρναν απ’ το βάρος του επερχόμενου, αλλά αυτή ήταν κάπως, το βλέμμα χαμένο και μουρμούριζε κάτι μυστήρια «καλά η καρδιά, αλλά το κεφάλι όταν πονάει ψηλώνει; Γιατί άμα ψηλώνει κι αυτό, το δικό μου έχει φτάσει στον σείριο τώρα, χάσαμε την επαφή όβερ, ground control δεν λαμβάνει τίποτα» ακολουθούμενα όλα αυτά από κάτι ακατάληπτα του τύπου ποιος πούστης με μάτιασε πάλι, κάποιος να στείλει θετική ενέργεια παρακαλώ το σύμπαν του μέσα και τέτοια, πέρασε κι ο παππάς και τον ρώτησε τα ίδια περί ψηλώνει και το κεφάλι παππά μου όταν πονάει, ο παππάς ψιλοφρίκαρε, γιατί ναι μεν, όλοι αναγνωρίζαν ότι είχε καταφέρει κάτι σημαντικό, όχι όμως ότι δεν την περιμέναν και στη γωνία για το πρώτο δείγμα αστάθειας, κάτι της απάντησε περί οβολού και αποπεράτωσης του ιερού ναού, τέκνον μου, ποιος θέλει αποπεράτωση του ναού του ιερού παππά μου, εδώ τον κρατάμε με τα δόντια να μη αποπερατωθεί ποτέ, γιατί ο ναός ο δικός μας είναι εντός, μια αγάπη για το καλοκαίρι και τα τοιαύτα, ο παππάς σήκωσε τα ιμάτιά του κι έφυγε τρέχοντας, ο αφηγητής πίσω απ’ τον έλατο έβαλε τα γέλια κόντρα στον αφανή του ρόλο, τι γελάς κι εσύ ρε μαλάκα του είπε, παλιοματάκια που με παρακολουθάς συνέχεια, για απάντα εσύ, ψηλώνει και το κεφάλι ρωτάω, δεν είναι η θέση μου να απαντήσω της λέει, εντελώς εκτός ρόλου τώρα, αφού συνέχιζε να της απαντάει, όλα τ' ανάποδα σε μια στιγμή σ’ αυτόν τον κόσμο, άμα σου 'χει φύγει και το κεφάλι ψηλά, αλλά «άμα σε πονάει το κεφάλι να πάρεις παυσίπονο» της πέταξε, να πάρεις εσύ παυσίπονο μαλάκα, εγώ τελείωσα με τα παυσίπονα, κάποιος πούστης τρώγεται, ουστ ρε και του 'κλεισε την πόρτα στη μούρη.
Το σπίτι σκοτείνιαζε πριν την ώρα του με τα κλειστά παράθυρα, σ’ αυτή τη συνθήκη του πριν τον χειμώνα αυτοσυγκεντρώνομαι κι ο θεός βοηθός.
Πάνω στο τζάκι την κοιτούσε η φωτογραφία. Αναρωτήθηκε τι θέλει να της πει αλλά δεν άντεχε να το σκεφτεί περισσότερο, γιατί το κεφάλι. Έλειπε.
Ανέβηκε στη βεράντα πίσω. Βγήκε κι ακούμπησε στα κάγκελα. Τη στιγμή που ακούμπησε με το βλέμμα τα έλατα απέναντι, κατάλαβε ότι δεν ήταν αυτή πια. Για ένα ολόκληρο υπερβατικό λεπτό, είχε καταληφθεί. Ήταν ο μπαμπάς. Αυτό ήθελε να της πει μάλλον η φωτογραφία. Θα έρθω για λίγο. Πεθύμησα να δω τα έλατα απέναντι. Να μετρήσω πόσα αρρώστησαν φέτος το καλοκαίρι και πόσα θα ζήσουν μέχρι τ’ άλλο καλοκαίρι.
Μπήκε μέσα και χώθηκε στην κουβέρτα.
Σε λίγο σκοτεινιάζει, σκέφτηκε.
Σε λίγο χειμωνιάζει, μια φωνή από κάπου, αυτόματα.
Δεν θέλω να το σκέφτομαι της απάντησε. Δεν είναι και το κεφάλι εδώ. Λείπει. Κι έχουμε μείνει μόνοι. Και δεν μας αρέσει. Όλοι φεύγουν. Φύγε τώρα κι εσύ, άντε. Τζους.
Φωτο: art by Dariusz Zejmo