Στη δημοσιότητα διέρρευσε το προσχέδιο του πορίσματος της Επιτροπής για τη διερεύνηση της νομιμότητας των δανειοδοτήσεων κομμάτων και ΜΜΕ, το οποίο αποτελεί την εισήγηση του κόμματος της πλειοψηφίας και έχει ήδη δοθεί στα κόμματα της αντιπολίτευσης, προκειμένου να το μελετήσουν και να ακολουθήσει περαιτέρω επεξεργασία του. Καταληκτική προθεσμία για την υποβολή του τελικού πορίσματος έχει οριστεί η 23η Ιανουαρίου.

Ακολουθούν ορισμένα χαρακτηριστικά αποσπάσματα από το προσχέδιο του πορίσματος που αριθμεί συνολικά 415 σελίδες, εντός του οποίου γίνεται εκτενής αναφορά στο ιστορικό δανειοδότησης κάθε κόμματος και επιχείρησης ΜΜΕ, κρίνονται ως «δανεικά κι αγύριστα» τα (υπέρογκα) δάνεια τους, γίνεται αναφορά στην εκπρόθεσμη τροπολογία (υπ’ αριθμό 390/37/1.4.2013) δια της οποίας επιδιώχθηκε να απαλλαγούν οι διοικήσεις κρατικών και ιδιωτικών τραπεζών από τις ευθύνες για τη χορήγηση των δανείων στα κόμματα – κυρίως τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ – και εξετάζεται η πιθανότητα ανάσυρσης από το αρχείο του πορίσματος Καλούδη που  πρότεινε την άσκηση ποινικής δίωξης σε βάρος τραπεζικών στελεχών που χορήγησαν τα δάνεια προς τα δύο αυτά κόμματα και των οικονομικών υπεύθυνων των κομμάτων αυτών:

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ ΓΙΑ ΤΑ ΜΜΕ

«Ο τρόπος οργάνωσης και οικονομικής λειτουργίας των επιχειρήσεων ΜΜΕ στη χώρα μας συντέλεσε ώστε πολλές απ αυτές να δανειοδοτηθούν αθρόα από το σύνολο του τραπεζικού συστήματος, κατά κανόνα χωρίς τις αναγκαίες εγγυήσεις και εξασφαλίσεις, με αποτέλεσμα σήμερα να οφείλουν από δάνεια περισσότερα από 1,3 δις, που στην πλειοψηφία τους κρίνονται δανεικά και αγύριστα. Η πορεία δανεισμού τους, μάλιστα, ήταν αντίστροφη προς την πορεία συρρίκνωσης των εσόδων, πτώσης της ακροαματικότητας, χαμηλότερης διαφημιστικής δαπάνης, γενικά με την σε όλα τα επίπεδα χειροτέρευση της οικονομικής τους θέσης.

 Ειδικότερα, ενώ το σύνολο των επιχειρήσεων ΜΜΕ από το έτος 2009 και μετά άρχισαν να εμφανίζουν σταθερά πτώση στους τζίρου τους, αρνητικά ίδια κεφάλαια, ζημιές, αδυναμία καταβολής δόσεων έναντι τόκων  και κεφαλαίου δανείων, ενώ έντονη και πανταχού παρούσα  υπήρξε για τα περισσότερα η αμφιβολία για τη συνέχιση της επιχειρηματικής τους λειτουργίας, όπως έκριναν επανειλημμένα Ορκωτοί Λογιστές, οι τράπεζες εξακολούθησαν να τις δανειοδοτούν σαν να μην συνέβαινε τίποτα και χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η ευρωπαϊκή και διεθνής οικονομική κατάσταση που χαρακτηρίστηκε ήδη από το 2008 ως παγκόσμια οικονομική κρίση. Η κρίση επέβαλλε την έγκαιρη εισαγωγή περιοριστικής πιστωτικής πολιτικής, δηλαδή περιορισμό της δανειοδότησης και πολύ μεγάλη αυστηροποίηση των όρων δανειοδότησης. Οι ελληνικές τράπεζες,  ενώ στην παγκόσμια και ευρωπαϊκή οικονομία εισβάλλει κυριολεκτικά η οικονομική κρίση, δεν προνόησαν πλην εξαιρέσεων για τον αυτοπεριορισμό τους. Όταν το αποφάσισαν, δεν το έκαμαν με όρους ισότητας έναντι των δανειοληπτών, αφού πολλοί «ισχυροί», ανάμεσά τους τα τότε κόμματα εξουσίας και οι «μεγιστάνες» των Μέσων Επικοινωνίας εξακολούθησαν, όπως προέκυψε κατά τις εργασίες της Επιτροπής,  να απολαμβάνουν σκανδαλώδους προνομιακής μεταχείρισης.

Ακόμη και μετά τη δήλωση του τότε πρωθυπουργού ΓΙΩΡΓΟΥ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ στον Καστελόριζο ότι η χώρα ουσιαστικά «πτώχευσε», όταν επιβάλλεται περιοριστική πιστωτική και πιστοδοτική πολιτική του τραπεζικού συστήματος και στη χώρα μας συνεχίζεται η αθρόα δανειοδότηση των επιχειρήσεων των ΜΜΕ, αλλά και των κομμάτων. Εύλογο ανακύπτει το ερώτημα: γιατί παραβιάστηκε η αναγγελθείσα περιοριστική πιστοδοτική πολιτική των τραπεζών, που ίσχυσε για όλους τους υποψήφιους δανειολήπτες, εμπόρους και επιχειρηματίες στη χώρα μας, εκτός των κομμάτων και των επιχειρήσεων των ΜΜΕ;»

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ ΓΙΑ ΤΑ  ΚΟΜΜΑΤΑ

«Η αντιμετώπιση των λειτουργικών ή των εκλογικών αναγκών των πολιτικών κομμάτων απαιτεί την αναζήτηση χρημάτων και για την εξεύρεσή τους μπορούν, μεταξύ άλλων, να προσφύγουν σε τραπεζικό δανεισμό. Υποχρεούνται όμως να προσφέρουν και οι πιστωτές τους οφείλουν να απαιτήσουν την παροχή εγγυήσεων στο ύψος της δανειοδότησης.

Όμως τα δύο μεγάλα κόμματα εξουσίας, ΝΔ και ΠΑΣΟΚ δεν διέθεταν και διαθέτουν μέχρι σήμερα κινητή και ακίνητη περιουσία, τουλάχιστον τέτοια και τόση ώστε να επαρκεί για να εγγυηθεί τη λήψη δανείου στο ποσό που επέβαλλαν οι πραγματικές τους ανάγκες. Διατηρούν όμως την προσδοκία της ετήσιας τακτικής κρατικής χρηματοδότησης και της οικονομικής ενίσχυσης για ερευνητικούς και επιμορφωτικούς σκοπούς. Οι δικαιούχοι τους λαμβάνουν ποσό ανάλογο προς την εκλογική τους δύναμη, σε ύψος που υπολογίζεται ως ποσοστό των εκτιμώμενων τακτικών εσόδων του  κρατικού προϋπολογισμού του αντίστοιχου οικονομικού έτους. Η τότε ευρεία αποδοχή της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ στις τάξεις του εκλογικού σώματος δημιούργησε την εντύπωση ότι τα δεδομένα, εκλογικά και οικονομικά, δεν πρόκειται να μεταβληθούν σημαντικά ή δραματικά τα επόμενα χρόνια. Η προσδοκία ανάληψης της εκτιμώμενης υπό την παραπάνω παραδοχή κρατικής χρηματοδότησης προσφέρθηκε στους δανειστές με τη μορφή της εκχώρησης και της ενεχυρίασης, ως εγγύηση για τη σύναψη δανειακών συμβάσεων. Οι εκπρόσωποι της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ που τις υπέγραψαν δέσμευσαν υπέρ των πιστωτών το σύνολο της ετήσιας κρατικής χρηματοδότησης για απροσδιόριστη χρονική περίοδο.  Η διάρκειά της συνέχονταν ευθέως προς το ύψος της κατ’ έτος καταβολής, με την τελευταία να καθορίζεται αποκλειστικά από την εκλογική δύναμη. Δεν ήταν λοιπόν αντικειμενικά δυνατό να εκτιμηθεί εκ των προτέρων, υπερέβαινε την βουλευτική περίοδο εντός της οποίας αναλαμβάνονταν η σχετική υποχρέωση και, γι  αυτό, το ενδεχόμενο η προσδοκία να αποστεί από την πραγματική καταβολή δεν μπορούσε να αποκλειστεί. Μοιραία με τέτοιο τρόπο και σε τέτοιο ύψος οικονομική δέσμευση των πολιτικών κομμάτων της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ πρέπει να θεωρείται αμφίβολης αξίας , το ίδιο και η νομιμότητα της απόφασής τους να εκχωρήσουν οικονομικούς πόρους και μάλιστα με τη μορφή της απλής προσδοκίας, χωρίς καμία δυνατότητα να τα εξοφλήσουν ή τουλάχιστον να τα ρυθμίσουν, αφού στερούνται σταθερών πόρων.

Γι αυτό και χαρακτηρίζονται «δανεικά και αγύριστα».

Σε κάθε περίπτωση παραμένει ερευνητέα η στάση των εκπροσώπων των τραπεζών. Για την υπογραφή των δανειακών συμβάσεων δέχθηκαν ως εγγύηση την εκχώρηση προσδοκίας στη κρατική χρηματοδότηση. Δηλαδή μελλοντικό περιουσιακό στοιχείο, το οποίο δεν ήταν ενεστώς κατά την ανάληψη των χρημάτων. Η εκχώρηση μελλοντικής απαίτησης έναντι του κράτους για χρόνο και ποσό όχι απλώς απροσδιόριστα αλλά και δυσπροσδιόριστα δεν φαίνεται να αποτελεί επαρκή εγγύηση, τουλάχιστον τέτοια που να διασφαλίσει κατά τρόπο απόλυτο και πλήρη τα συμφέροντα των πιστωτών. Μάλιστα πρέπει να  ληφθεί υπόψη ότι τα κόμματα της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ προέβαιναν στην ταυτόχρονη εκχώρηση της κρατικής χρηματοδότησης των ιδίων ετών σε περισσότερες της μίας τράπεζας, παρά την έγγραφη κάθε φορά διαβεβαίωση ότι ούτε έχουν προβεί ούτε θα προβούν σε μία τέτοια παράλληλη εκχώρηση, διαβεβαιώσεις που , κατά τα φαινόμενα, γινόταν αποδεκτές από τις πιστώτριες τράπεζες χωρίς διασταύρωση και πολύ πιθανόν εν γνώσει της αναλήθειάς του όπως επιχειρείται να ανιχνευτεί στη συνέχεια. Αλλαγές σε πρόσωπα στην κομματική ηγεσία, τροποποίηση του ισχύοντος δικαίου ή μεταβολές στις επιλογές του εκλογικού σώματος , ακόμα και διασπάσεις, συγχωνεύσεις κλπ, θα μπορούσαν, καθεμιά από μόνη της αλλά και σωρευτικά, να ανατρέψουν τα δεδομένα της συμφωνίας, να απομειώσουν έως εξαφανίσεως την παρασχεθείσα εγγύηση και τελικά να φέρουν τις τράπεζες αντιμέτωπες με απρόβλεπτες εξελίξεις που θα υπονόμευαν τα συμφέροντά τους.

Στη συνέχεια υπήρξε έρευνα του οικονομικού εισαγγελέα προκειμένου να διαπιστωθεί αν τελέστηκε το αδίκημα της απιστίας από στελέχη των τραπεζών.

Τις ευθύνες τους ανέδειξε κατ ‘αρχήν, έστω και όψιμα είναι η αλήθεια, απόρρητη έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδας το 2013.

 Σε αυτήν την έρευνα εντοπίζεται η αδυναμία της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ να ανταποκριθούν στις ανειλημμένες υποχρεώσεις τους, παρά το γεγονός ότι είχαν εκχωρήσει την προσδοκία κρατικής χρηματοδότησης έως και το 2020.

Η έρευνα του οικονομικού εισαγγελέα κατέληξε στη σύνταξη έκθεσης του βοηθού του εισαγγελέα κ. Καλούδη, ο οποίος πρότεινε την άσκηση ποινικής δίωξης σε βάρος τραπεζικών στελεχών που χορήγησαν τα δάνεια προς τα δύο αυτά κόμματα και σε βάρος των οικονομικών υπευθύνων των κομμάτων αυτών.

Η πορισματική έκθεση Καλούδη και, ιδίως, ο τρόπος με τον οποίο τέθηκε στο αρχείο, αξιολογείται ειδικότερα στη συνέχεια.

 Στο σημείο αυτό γίνεται εισαγωγική αναφορά στα γεγονότα που συγκροτούν το εν λόγω πορισματικό εισαγγελικό κείμενο-πρόταση και ιδίως ο τρόπος με τον οποίο επιχειρήθηκε να παρακαμφθεί κα να αχρηστευθεί.

Το σφοδρό ενδεχόμενο, που άγγιζε τα όρια της βεβαιότητας, να διωχθούν ποινικά οι διοικήσεις κρατικών και ιδιωτικών τραπεζών εξ αιτίας των δανείων προς τα κόμματα που δεν συγκέντρωναν τις νόμιμες προϋποθέσεις επιχειρήθηκε αιφνιδιαστικά να αντιμετωπιστεί με νομοθετική ρύθμιση, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι θα απαλλαγούν τα μέλη τους από κάθε ευθύνη.

Τρεις βουλευτές της τότε συμπολίτευσης, οι  Δ. Χριστογιάννης, Δ. Τσουμάνης και Δ. Σταμενίτης με την υπ’ αριθμ. 390/37/1.4.2013 εκπρόθεσμη τροπολογία τους σε Ν/Σ αρμοδιότητας του Υπουργείου Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, εισηγήθηκαν να μη συνιστά η σύναψη δανείων κάθε μορφής με νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, του ευρύτερου δημόσιου τομέα και η εν γένει παροχή πιστώσεων σε αυτά  απιστία για τον πρόεδρο, τα μέλη των Δ.Σ. και τα στελέχη των τραπεζών. Για το σκοπό αυτό απαιτούνταν να υφίστανται σωρευτικά: η λήψη απόφασης των θεσμοθετημένων εγκριτικών επιτροπών ή οργάνων τους και η τήρηση των σχετικών κανονιστικών πράξεων της Τράπεζας της Ελλάδας.

Η τροπολογία αυτή ψηφίστηκε κατά πλειοψηφία και ενσωματώθηκε  ως άρθρο 78 στον ν. 4146/2013. Νομική αντιμετώπιση της επιλεγείσας διατύπωσης  του περιεχομένου της τροπολογίας αυτής οδηγεί στην διατήρηση αμφιβολιών για το αν πράγματι υπάγονται τα πολιτικά κόμματα στο ρυθμιστικό πεδίο των τραπεζικών δανείων προς αυτά, ακόμα και αν αυτή ήταν η πρόθεση της κυβερνητικής πλειοψηφίας.

 Η συζήτηση ανάγεται και στη νομική φύση του πολιτικού κόμματος και παρέμεινε ανοικτή, μετεωριζόμενη μεταξύ τριών εναλλακτικών επιλογών:

-του κόμματος ως νομοθετικά κατοχυρωμένου νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου,

-της ιδιότυπης ένωσης προσώπων και

-της ένωσης προσώπων του δικαίου των πολιτικών κομμάτων.

Από αυτές τις νομικές εκδοχές μόνο η πρώτη διαθέτει ορισμένα μόνο από τα στοιχεία που προβλέπονται στην επίμαχη ρύθμιση. Ωστόσο δεν αρκούν προκειμένου να γίνει δεκτό ότι τα πολιτικά κόμματα εντάσσονται στον ευρύτερο δημόσιο τομέα.

Ούτε λοιπόν, και υπό αυτήν την ερμηνευτική εκδοχή, ανήκουν στους φορείς που η τυχόν δανειοδότησή τους απαλλάσσει τα μονοπρόσωπα ή τα συλλογικά όργανα της διοίκησης και τα στελέχη των τραπεζών από το αδίκημα της απιστίας. Εάν γίνει δεκτή αυτή η νομική εκδοχή, η τυχόν ευθύνη τους για χορήγηση δανείων με εγγύηση την εκχώρηση της κρατικής χρηματοδότησης των μελλοντικών ετών αναβιώνει,  ελέγχεται και εφόσον διαπιστωθεί πρέπει να καταλογίζεται σε βάρος κάθε φυσικού ή ηθικού αυτουργού. Να τονιστεί ότι η τυχόν ευθύνη των οικονομικών διευθυντών ή αρμοδίων για την οικονομική διαχείριση των κομμάτων που υπέγραψαν τις δανειακές συμβάσεις  εγγύηση την προσδοκία στην κρατική χρηματοδότηση, η οποία εκχωρήθηκε σε περισσότερες της μίας τράπεζες, δεν αντιμετωπίστηκε, τουλάχιστον ρητά, στην τροπολογία. Η τύχη τους δεν θα μπορούσε πάντως να διαφοροποιηθεί ουσιωδώς   από εκείνη των τραπεζικών στελεχών, καθότι εάν εμπλέκονταν αυτό θα γινόταν με την ιδιότητα των ηθικών αυτουργών . 

Όμως ισχυρή είναι και η νομική άποψη ότι η τροπολογία αφορά και τα πολιτικά κόμματα, κάτι όμως που απέκρουσε στην κατάθεσή του στην Επιτροπή μας ο ίδιος ο διοικητής της ΤτΕ Γιάννης Στουρνάρας (βλ. κατάθεσή του).  Αποτέλεσμα των νομικών αυτών εκδοχών είναι σήμερα να βρισκόμαστε σε μία νομική διελκυστίνδα ως προς το ποία εκδοχή θα γίνει δεκτή και πως θα ενεργήσουν τα αρμόδια δικαστικά όργανα, κυρίως εάν θα αποδεχθούν τη θέση στο αρχείο της υπόθεσης μετά την ψήφιση του άρθρου 78 του ν.4146/2013, ή εάν θα επιλεγεί η ανάσυρση της σχετικής δικογραφίας από το αρχείο διότι η τροπολογία δεν μπορούσε να καλύπτει την ασυλία των τραπεζικών στελεχών ως αυτουργών της απιστίας και των υπευθύνων των κομμάτων της ΝΔ και ΠΑΣΟΚ ως ηθικών αυτουργών.

Αυτή η συζήτηση λαμβάνει ιδιαίτερη σημασία αν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι σήμερα τα δύο αυτά κόμματα, ΝΔ και ΠΑΣΟΚ  οφείλουν περισσότερα από 400 εκατομμύρια, δεν έχουν καταβάλλει ούτε ευρώ από το Φθινόπωρο του 2011, τα δάνειά τους έχουν καταγγελθεί από  τις δανείστριες τράπεζες, και υπό γενική έννοια έχουν περιέλθει σε πλήρη αδυναμία να καταβάλλουν το ελάχιστο χρηματικό ποσό έναντι των οφειλών τους. Υπ ‘αυτήν την έννοια οι εκτιμήσεις και οι προτάσεις ουσίας του πορισματικού κειμένου του εισαγγελέα κ. ΚΑΛΟΥΔΗ δικαιώθηκαν. Ουσιαστικά ΝΔ και ΠΑΣΟΚ είναι κόμματα σε κατάσταση οικονομικής χρεοκοπίας.»

Παρακάτω και συγκεκριμένα στη σελ. 366 μάλιστα αναφέρεται:

« Πρέπει  λοιπόν  να αποτελέσουν εκτίμηση της επιτροπής οι εξής διαπιστώσεις:

1.- Η διάταξη του άρθρο 78 Ν. 4146/2013 υπήρξε αντισυνταγματική εξ αιτίας του ότι , κατ’ αποτέλεσμα, κρίνεται ως ιδιότυπη αμνήστευση μη επιτρεπτή από το Σύνταγμα καθώς και εξαιτίας του ότι υπήρξε προϊόν αναμίξεως της νομοθετικής στην δικαστική εξουσία.

2.- Ότι μη ορθώς υπήχθησαν τα συγκεκριμένα δάνεια των πολιτικών κομμάτων στην εν λόγω ρύθμιση καθόσον : υπάρχουν μεν εγκριτικές αποφάσεις δεν είναι όμως όλες και στο σύνολό τους σύμφωνες με τους κανονισμούς δανειοδότησης των συγκεκριμένων ιδρυμάτων.

Κατόπιν αυτών πρέπει να προταθεί στην ολομέλεια η ανάσυρση της δικογραφίας από το αρχείο και η συνέχιση της ποινικής διαδικασίας από το σημείο  που  βρισκόταν τον Απρίλιο 2013, όταν δημοσιεύτηκε ο Ν. 4146/2013.»

Η Τράπεζα της Ελλάδος και η εποπτεία στον τραπεζικό δανεισμό

«Η Τράπεζα της Ελλάδος είναι η Κεντρική Τράπεζα της χώρας, δηλαδή έχει την αρμοδιότητα για την χάραξη της νομισματικής πολιτικής, το εκδοτικό προνόμιο (έκδοση χαρτονομίσματος) έως την είσοδό μας στην ευρωζώνη και την εποπτεία των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Ιδρύθηκε το 1927 και έχει συσταθεί με τη μορφή ανωνύμου εταιρίας.

Έως την προσαρμογή του καταστατικού της Τράπεζας της Ελλάδος στους κανόνες της Συνθήκης του Μάαστριχτ ενόψει της ένταξης στο ευρώ, η κεντρική τράπεζα αποτελούσε πρακτικά όργανο του Υπουργείου Οικονομικών και ο διοικητής της αναφερόταν στο υπουργό, εκτελούσε τις εντολές του και ήταν ανά πάσα στιγμή ανακλητός. Με την ένταξη της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ τον Ιανουάριο 2001, η Τράπεζα της Ελλάδος αποτελεί μέλος του Ευρωσυστήματος, που απαρτίζεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (EKT) και τις Εθνικές Κεντρικές Τράπεζες των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) που ανήκουν στη ζώνη του ευρώ. Οι συνθήκες ορίζουν ότι οι εθνικές κεντρικές τράπεζες που συμμετέχουν στο ευρώ, όπως και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, είναι ανεξάρτητες από τις κυβερνήσεις, που σημαίνει μεταξύ των άλλων ότι οι διοικήσεις τους έχουν ορισμένη θητεία και δεν είναι ανακλητές στο διάστημα αυτό. Mε βάση της ισχύουσες διατάξεις η θητεία του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος είναι εξαετής και η τρέχουσα λήγει στο πρώτο εξάμηνο του 2020. Κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της Τράπεζας της Ελλάδος, έχει κατοχυρωθεί η θεσμική, προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία της. Δημοκρατικό έλεγχο ασκεί πλέον μόνον η Βουλή και αυτός είναι πολύ περιορισμένος καθώς δεν περιλαμβάνει δικαίωμα ανάκλησης της διοίκησης ή άλλης πραγματικής παρέμβασης παρά μόνον το δικαίωμα της ενημέρωσης και της άσκησης ερωτήσεων εκ μέρους των Βουλευτών. Στο πλαίσιο του ευρώ, η Τράπεζα της Ελλάδος συμβάλλει με τη δράση της στην επίτευξη των στόχων και την εκτέλεση των καθηκόντων του Ευρωσυστήματος, το οποίο χαράσσει και εφαρμόζει τη νομισματική πολιτική στη ζώνη του ευρώ. Η Τράπεζα της Ελλάδος είναι αρμόδια για την εφαρμογή της νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος στην Ελλάδα και τη διαφύλαξη της σταθερότητας του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος. Ως βασικός σκοπός ορίζεται από το Καταστατικό της και η διασφάλιση της σταθερότητας του γενικού επιπέδου των τιμών.

Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, το ευρωπαϊκό τραπεζικό τοπίο, συμπεριλαμβανομένου του ελληνικού, είχε δημιουργηθεί από την Β’ Τραπεζική Οδηγία (1989) και χαρακτηρίστηκε από απελευθέρωση και απορρύθμιση με κατάργηση του μεγαλύτερου μέρους των κανόνων ελέγχου των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και την σταδιακή ιδιωτικοποίηση των κρατικών τραπεζών. Ακολουθώντας τη διεθνή τάση, οι τράπεζες θεωρήθηκαν πλέον «κανονικές» επιχειρήσεις και η ρύθμιση της αγοράς αφέθηκε κυρίως στη λειτουργία του ελεύθερου ανταγωνισμού. Αυτό εντάθηκε με την ένταξη στο ευρώ και την ανεξαρτητοποίηση της Τράπεζας της Ελλάδος.

Ως συνέπεια της παγκόσμιας χρηματοοικονομικής κρίσης του 2008 και των προβλημάτων που αντιμετώπισε το παγκόσμιο και το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα, αυτή η τάση επιχειρήθηκε να αντιστραφεί. Μπήκαν οι κανόνες «μακροπροληπτικής» εποπτείας (macro-prudential), δηλαδή κανόνες που προσπαθούν να ελέγξουν και να προλάβουν συστημικά προβλήματα στην οικονομία. Γενικότερα κάποιοι κανόνες έγιναν πιο αυστηροί χωρίς βεβαίως να υπάρξει επιστροφή στο προ του 1990 καθεστώς ελέγχου. Ειδικά για τις ελληνικές τράπεζες αυξήθηκε σημαντικά το επίπεδο ελέγχου λόγω της παροχής κρατικής βοήθειας με τις διαδοχικές ανακεφαλαιοποίησης από το ελληνικό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και τον Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM). Σε μεγάλο βαθμό ο έλεγχος αυτός ασκείται μέσω της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού (DGComp) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Με τη δημιουργία του Ενιαίου Μηχανισμού Εποπτείας (SSM – Single Supervisory Mechanism) τον Νοέμβριο του 2014, η εποπτική λειτουργία της Τράπεζας της Ελλάδος για τις τέσσερις χαρακτηριζόμενες ως «συστημικές» τράπεζες (Πειραιώς, Εθνική, Alpha, Eurobank) παραχωρήθηκε στην ΕΚΤ, βραχίονα της οποίας αποτελεί ο SSM. Με την εξαίρεση αυτή, η Τράπεζα της Ελλάδος συνεχίζει να εποπτεύει τα πιστωτικά ιδρύματα καθώς και ορισμένες κατηγορίες επιχειρήσεων του χρηματοπιστωτικού τομέα της οικονομίας καθώς και να εποπτεύει και ελέγχει τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις καθώς και τους διαμεσολαβητές στις ασφαλίσεις.»

Κυριακή Παπαναστασίου
Συντάκτης: Κυριακή Παπαναστασίου Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.