Να ξεκινήσουμε απ' τα βασικά: υπάρχουν τρεις εξουσίες. Νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική. Η πρώτη ασκείται από τη Βουλή (και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας), η δεύτερη από την κυβέρνηση (και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας) και η τελευταία από τα δικαστήρια. Και βεβαίως, η πρώτη θεσπίζει τους κανόνες δικαίου, η δεύτερη τους εφαρμόζει/υλοποιεί και η τρίτη επιλύει τις διαφορές που ενδέχεται να προκύψουν από την εφαρμογή των θεσπισθέντων κανόνων δικαίου, είτε μεταξύ πολιτών, είτε μεταξύ κράτους και πολιτών. Αυτά τουλάχιστον ορίζει η αρχή της διάκρισης των εξουσιών.
Ποια εκ των τριών είναι η «σημαντικότερη»; Θεωρητικά, οι ασκούντες τις δυο πρώτες ενδέχεται να βρεθούν στο έλεος της τρίτης, καθώς εκείνη είναι που επιλύει τις «διαφορές». Στην πράξη βεβαίως, τα πάντα ξεκινούν απ' τις δύο πρώτες. Εκείνες θεσπίζουν και εφαρμόζουν/υλοποιούν τους – εκάστοτε – κανόνες δικαίου, συνεπώς είναι μάλλον υποκριτικό από πλευράς τους να καταγγέλλουν την τρίτη (δικαστική) για την όποια απόφασή της επί της όποιας διαφοράς. Φανταστείτε, π.χ., τον υπουργό Δικαιοσύνης των ναζί να εγκαλεί γερμανικό δικαστήριο της ναζιστικής περιόδου επειδή καταδίκασε κάποιον βάσει των φυλετικών νόμων που οι ίδιοι οι ναζί θέσπισαν στη Νυρεμβέργη. Μπορεί εν μέρει να είχε τα δίκια του ο εγκαλών και να έβγαλε «λάθος» απόφαση το δικαστήριο (σ.σ.: να χαρακτήρισε δηλαδή «υπάνθρωπο» έναν καθ' όλα «άρειο») αλλά... βάσει των θεσπισθέντων κανόνων δικαίου της περιόδου αποφάσισε, χωρίς εκείνους δε θα είχε την εξουσία να στείλει έναν «άρειο» σε στρατόπεδο συγκέντρωσης ή στο εκτελεστικό απόσπασμα, δυσαρεστώντας μάλιστα και τον υπουργό.
Θα ήταν το ίδιο υποκριτικό αν στο παραπάνω – και σαφώς ακραίο – παράδειγμα ο εγκαλών υπουργός εκπροσωπούσε κυβέρνηση που ουδεμία σχέση είχε με τους ναζί; Ναι, αν η κυβέρνηση εκείνη είχε αφήσει σε ισχύ τους φυλετικούς νόμους της Νυρεμβέργης. Διπλά υποκριτικό μάλιστα, ιδίως αν παράλληλα με τις καταγγελίες επιχειρούνταν και μετάθεση ευθυνών («αυτούς τους νόμους βρήκαμε, δεν τους ψηφίσαμε εμείς μα η προηγούμενη κυβέρνηση», π.χ.).
Το ευτύχημα είναι πως στη χώρα μας, οι νόμοι της Νυρεμβέργης δεν βρίσκονται σε ισχύ. Το δυστύχημα είναι πως στη χώρα μας, ο «τρομονόμος» ζει και βασιλεύει, και στέλνει (νέους) ανθρώπους να σαπίζουν στη φυλακή με «μερικό δείγμα dna» ή λόγω ταξιδιών στην... Βαρκελώνη! Κάνανε κατάχρηση εξουσίας οι δικαστές στην περίπτωση της Ηριάννας Β.Λ. και του Περικλή Μ.; Θέλουν οι δικαστές να ρίξουν την κυβέρνηση (σε αγαστή συνεργασία με το κόμμα της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης) και επιχείρησαν να δημιουργήσουν «σκηνικό Δεκέμβρη του 2008» όπως τόνιζε με νόημα ο υπουργός Δικαιοσύνης κ. Στ. Κοντονής σήμερα στην κρατική (και ουδόλως «δημόσια») τηλεόραση; Είναι οι δυο πρώτες εξουσίες όμηροι στα χέρια της τρίτης; Αν όντως το πιστεύουν αυτό... ποιος είπαμε ότι ορίζει τους κανόνες δικαίου; Να παραπέμψουμε ξανά στην πρώτη παράγραφο του κειμένου; Ή να προσθέσουμε κι εμείς το δικό μας ανάθεμα στην «κακούργα δικαιοσύνη»;