Θα φύγω μόλις ανέβει ο ήλιος. Σιωπή. Κανένας στο σπίτι. Θα φύγω, μόλις ανέβει ο ήλιος λέω. Κι έκανα έτσι να πιάσω τα μάτια. Δε βρήκα τίποτα. Κάτι διάδρομοι ασπρόμαυροι , σκληρό φως από λάμπες φθορίου, ψυχιατρείο έρημο την νύχτα, αυξανόμενη ταχύτητα, χαρτιά σαν αρχεία εικονικά περνάν με φόρα δίπλα απ' το κεφάλι μου, δεν τόλμησα να σταματήσω κανένα, έβγαζαν έναν ήχο σφυριχτό, θυμωμένο, νομίζω ότι κάπου πήρε το μάτι μου κάτι πατημασιές στην άμμο, κάτι με χτύπησε στο υπογάστριο, δεν μπορούσα να ξέρω αν έχει μείνει τίποτα από μας πουθενά, ένιωσα την ανάγκη να αγκαλιάσω ένα δέντρο.

Θα φύγω μόλις ανέβει ο ήλιος, είπα μόνη μου.

Σκόνη ο δρόμος, χιλιάδες πόδια, άνδρες μ' ένα μπόγο στο χέρι, αποφασισμένοι να δείχνουν αποφασισμένοι, γυναίκες με τα χείλια σφιγμένα, παππούδες, γιαγιάδες, μωρά στα χέρια των μανάδων, παιδιά μ' ένα γατί στην αγκαλιά και μια κουβέρτα ασημένια στους ώμους κι ο ήλιος να καίει. Είναι στον πόντο, κάρα γεμάτα φλογισμένα μάτια, κάρα μεσ' τη λάσπη, είναι στη Ρωσία, είναι στη Μικρά Ασία, είναι πάντα, παντού, ένα. Μια αέναη πορεία Δροσουλίτες κι εγώ μαζί τους κι ο ήλιος να καίει.

Πού πας ακούω τη φωνή του στην πλάτη μου. Μη ψάχνεις τι έμεινε. Δεν έμεινε τίποτα απ' τα δικά μας βήματα. Θα έρθουν άλλοι. Του έχω επιτρέψει ν' ακούει το μυαλό μου σκέφτομαι. Πάω στο κονάκι του λέω. Να κλαδέψω τα δέντρα και ν' ανάψω φωτιά. Φθινόπωρο είναι.

Άμα γυρίσεις να μου φέρεις ένα ρόδι, λέει.

Απ' έξω κόκκινο κι από μέσα να ματώνει σκέφτομαι. Δεν του το λέω. Δεν χρειάζεται. Ξαναμπήκε στους διαδρόμους των αρχείων εξάλλου. Θα μ' ακούει στο βάθος. Μια φωνή που εξασθενεί. Μακρυά.

Σηκώνω τα μάτια στον ήλιο. Να περάσει μέσα περιμένω. Να φτάσει και στην πιο σκοτεινή γωνιά. Ο ήλιος. Άλλο πιο πάνω δε βλέπω. Να τα εξαϋλώσει όλα. Να γίνει φως τέλος πάντων.

Κάποιος να σώσει αυτόν τον κόσμο.

Που πάντα έτσι γίνεται και κάτι μέσα πάντα πονάει.

Βγαίνω στον κήπο και πιάνω κουβέντα με την πρωινή δόξα*. Θα φύγω μόλις κατέβει ο ήλιος μου λέει. Ναι, κάτι τέτοιο λέω κι εγώ της λέω. Μια συνέχεια είμαστε. Τα βουνά απέναντι μέσα σε σύννεφα καπνού. Οι γηραιοί. Καπνίζουν αρειμανίως. Θεριακλήδες. Όλα τα βλέπουν. Και δεν μιλάν ποτέ.
Κι αρχίζει να πέφτει μια ψιλή βροχή.

Απ' το ράδιο μέσα ξαφνικά ακούγεται η Ευδοκία. Κοιτάν δεν κοιτάν οι γηραιοί, μου είναι αδύνατον να αντισταθώ.

Απλώνω τα χέρια αργά και ρίχνω μια ζεϊμπεκιά. Απέναντι στους γηραιούς και δίπλα στις μαντζουράνες.

Έριξα και δυο και τρεις στροφές. Δεν μέτρησα.

Για όλο το εύθραυστο.

Για όλο το παροδικό.

Για όλο το ανεπίστρεπτο.

Για όλο το ανεπίτρεπτο.

Για τη Ζωή.

Που πάντα κάπου μέσα πονάει.

Ακούω φρένα κι ένα κορνάρισμα. Ελαφρό. Ακούω τα βήματα. Τα αναγνωρίζω.

Ήρθα να το πάρω μόνος μου το ρόδι, μου λέει με μια υποψία χαμόγελου.

Γιατί άμα περίμενα..

Το ξέρω του λέω. Μπορεί και να γινότανε το ρόδι αγκάθι.

Αγκαλιαστήκαμε. Σφιχτά.

Γιατί μόνο έτσι γίνεται.

Πάμε μέσα του λέω. Έχω φωτιά αναμμένη.

*Η πρωινή δόξα (morning glory) είναι λουλούδι. Το βοτανικό της όνομα είναι Ipomoea purpurea.

Συντάκτης: Ιωάννα Βράκα Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.