Πιο πολύ ένιωσε παρά είδε. Μια περιδίνηση ελαφριά στον αέρα της νύχτας, μια ελάχιστη μετατόπιση ηλεκτρικού φορτίου στο δρόμο, η σκιά του τοίχου δίπλα στην αυλόπορτα λίγο πιο παχιά. Ήξερε αυτή. Αυτόματα. Μετά την τύλιξε το βλέμμα του. Τότε σιγουρεύτηκε. Άλλαζε όταν την κοιτούσε. Γινόταν μια μεγάλη γάτα. Ελκυστική και επικίνδυνη. Παράτολμη.

Αμέσως ενεργοποιήθηκε ο μηχανισμός ασφαλείας. Μάτια αυτιά σε εγρήγορση, έλεγχος της εσωτερικής έκρηξης εντός των ορίων του σώματος. Ελέγχουμε νύχια, ελέγχουμε μαλλιά μη περάσει η λάμψη απ' τους αγωγούς στον αέρα της νύχτας.

Η εσωτερική έκρηξη δημιουργεί δόνηση, μια αχλύ γύρω απ' το σώμα, τα κύματα τα πιάνουν κι αυτοί, ύαινες διψασμένες για αίμα, μυρίζουν και μαζεύονται. Όχι. Ελέγχουμε. Δεν αλλάζουμε βηματισμό. Ήρεμα. Βηματισμός τίγρης. Άηχος. Ανάσα κρατημένη. Πέντε βήματα, τέσσερα, τρία, βαμβάκι, δύο, βαμβάκι ο δρόμος, ένα. Χώθηκε στη σκιά.

Λίγο άνοιξε η σιδερένια αυλόπορτα, μια σκιά, δεν ξεχώριζε, πέρασε μέσα, μια ανησυχία στα δέντρα του κήπου, σαν ένα αεράκι να φύσηξε απαλά μόνο πάνω απ' αυτά τα δέντρα, μετά όλα επανήλθαν στο κανονικό. Ο κήπος τους ρούφηξε.

Άνοιξαν την πόρτα του υπόγειου απ' το πλάι. Το σπίτι έμενε κλειστό από τότε που πέθανε ο παππούς, εδώ και καμιά δεκαριά χρόνια. Το σπίτι ήταν ζωντανό. Έσκυβε και τους έκρυβε κάθε φορά γιατί έτσι έμενε ζωντανό. Απ' τις δικές τους ανάσες. Το σπίτι ήξερε. Ήξερε να κρατάει μυστικά. Ήξερε να τα φυλάει. Μόλις ένιωθε να μπαίνουν, έπιανε κουβέντα με τη λεμονιά απ' έξω, σα να μην έτρεχε τίποτα.

Το σπίτι και ο κήπος ήταν συνωμότες.

Μέσα άναψαν δυο κεριά πάνω στο παλιό τραπέζι που κάποτε ζύμωνε ψωμί η γιαγιά. Κουβέντα δεν ακούστηκε. Δε χρειάζεται. Κουβέντες ήταν τα φιλιά, η δίψα, τα χέρια που δεν προλάβαιναν να χαϊδέψουν μαλλιά, πρόσωπα, ώμους, χέρια, πόδια, τα σώματα ήξεραν τη γλώσσα καλά, την μιλούσαν με λαχτάρα, δε χρειάζονταν λέξεις, δεν χρειάζονταν χρόνο, ο χρόνος μετράει εναντίον μας, δεν σκέφτεσαι τον χρόνο όταν πίνεις νερό, πίνεις να ξεδιψάσεις, τώρα, δεν έχει πριν δεν έχει μετά, βάζεις και το κεφάλι κάτω απ' την κάνουλα, όπως κάναμε παλιά, εκείνα τα καλοκαιριάτικα μεσημέρια που τρέχαμε ελεύθεροι στα αρτεσιανά, τότε που ζούσαμε ακόμα στο φως και γελάγαμε, γελάγαμε. Όχι όχι, άκυρο, δε λέμε τίποτα, δε θυμόμαστε τίποτα, οι λέξεις είναι πονηρές, ξυπνάν συνειρμούς, αυτά τα πράγματα που λένε μνήμες. Όχι μην αρχίσουν να μαζεύονται γύρω μας τώρα. Τα φαντάσματα της ζωής μας, οι φίλοι που χάθηκαν, καταστροφές και ήττες, σχέδια άπατα, προδοσίες και όνειρα, κυνηγητά μέσ' τη νύχτα, σίδερα και τρόμος, μόνος στον κόσμο και όχι. Τίποτα. Μόνο να ξεδιψάσω, σ' αυτό το τώρα που μου δόθηκε, που μου χαρίστηκε, που κέρδισα, δεν με νοιάζει, να ξεδιψάσω. Τώρα.

Ούτε χρειάστηκε να τα συμφωνήσουν αυτά ποτέ. Ήταν περασμένα στο κύτταρο. Στο κοινό τους κύτταρο. Αυτό που κρατούσε το αγκάλιασμα πάντα εκεί no matter what.

Και τα γεγονότα ήταν πια μη αναιρέσιμα. Όπως το λέει η λέξη. Γε-γονό-τα. Έχουν γίνει. Είχαν γίνει. Κάποτε. Κι όταν καμιά φορά εκείνης της ξέφευγε στα μάτια η αγωνία, εκείνος της ψιθύριζε στ' αυτί. Όλα αυτά δεν είναι δικά μας πια, μόνο η ένωσή μας είναι. Και λίγοι είναι τυχεροί να τους μένει η ένωση δική τους. Κι αυτή του φιλούσε το πρόσωπο. Κι εκείνος της έγλυφε τα δάκρυα που όσο και να μη το 'θελε κυλούσαν τα άτιμα.

Το σπίτι τα πήρε όλα αυτά κι εκείνη τη βραδυά, τα χάιδεψε, χαμογέλασε και τα 'κρυψε. Βαθιά. Στην παλιά ξύλινη κομότα.

Και τη μόνη κουβέντα που ίσα που ακούστηκε λίγο πριν το τέλος. Ψυχή μου. Πνιχτά. Ποιος το 'πε; Δεν έχει σημασία. Το ίδιο είναι.

Αυτή δεν ξέρουμε που την έκρυψε. Έχει και το σπίτι τα μυστικά του. Εκεί που δε θα μπορούσε να τη βρει κανείς. Κανείς άλλος.

Κι ύστερα άνοιξε λίγο η αυλόπορτα ξανά. Μια σκιά χωρίστηκε απ' τις άλλες, έστριψε αριστερά στη γωνία και χάθηκε.

Εκείνη έμεινε ακίνητη, σταυροπόδι πάνω στο στρώμα, πάνω στο παλιό ξύλινο πάτωμα, τα δυο κεριά να καίνε. Όλη η ένταση στα αυτιά, άκουσε κάπου μακρυά μια μηχανή ν' ανάβει, τον ήχο να ξεκινάει και να ξεμακραίνει.

Τον ακολούθησε με το μυαλό της σ' όλη τη διαδρομή. Να φτάνει στο βουνό και να χάνεται.

Στάση εμβρύου στο στρώμα.

Αφέθηκε να γλιστρήσει για ένα λεπτό μόνο σ' έναν τόπο γλυκό, που κανένας δεν κυνηγούσε κανέναν, μόνο ο ένας τον άλλον κι ήταν μέρες κι ήταν καινούργιες και δεν παραφύλαγε κανείς κανέναν και δεν κρύβονταν και δεν κλείδωναν καμία πόρτα κι όλα ήταν φρέσκα κι αλέκιαστα κι ανοιχτά.

Λίγο πριν σβήσουν τα κεριά και σκάσει το πρώτο φως, σκοτάδι ακόμα, έκλεισε την πόρτα. Χάιδεψε την αυλόπορτα κι έφυγε. Το σπίτι έκλεισε.

Μπήκε στην πόλη. Μηχανισμός ασφαλείας. Μάτια, αυτιά σε εγρήγορση.

Ελέγχουμε νύχια, ελέγχουμε μαλλιά.

Μη ξεφύγει μέσα απ' τους αγωγούς η εσωτερική πληρότητα στον αέρα της μέρας.

Η εσωτερική πληρότητα δημιουργεί δόνηση, μια αχλύ γύρω απ' το σώμα, όπως όταν βγαίνει κάποιος από ιερό τόπο, τα κύματα τα πιάνουν αυτοί, ύαινες διψασμένες για αίμα, μυρίζουν και μαζεύονται.

Πάλι, πάντα κάτι ξεφεύγει.

Κάτι ψιλοπιάνουν αυτοί.

Κάποια στιγμή, το ξέρει, θα τη σταματήσουν ξανά. Όπως το συνηθίζουν.

'μήπως έχετε κανένα νέο; μήπως ήρθε κανένας σε επαφή μαζί σας;'

'μα τι λέτε; ακόμα θυμάστε αρχαίες ιστορίες; όχι βέβαια!'

 

Συντάκτης: Ιωάννα Βράκα Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.