Ο τρόπος της παρουσίας του ΚΚΕ στη χθεσινή εκδήλωση για τα εγκαίνια του μουσείου του Νίκου Μπελογιάννη, είχε στοιχεία υπέρβασης.
Όχι φυσικά επειδή έπραξε το αυτονόητο, να τιμήσει ένα από τα πιο σημαντικά κομμάτια της ιστορίας του, που όπως πολλά άλλα, είναι γραμμένα με αίμα. Αυτό, το ΚΚΕ το κάνει και θα το έκανε ούτως ή άλλως και στη συγκεκριμένη περίπτωση, για τη δημιουργία του μουσείου. Ενδεχομένως, όμως, να το έκανε «μόνο του»…
Παρακολουθώντας κανείς την πάγια πρακτική του κόμματος τα τελευταία χρόνια, σε σχέση με ζητήματα διαχείρισης της ιστορικής μνήμης, διαπιστώνει ότι ούτε και στη «μνήμη» δε θέλει να δείχνει ότι «συμμετέχει μαζί» με «τους άλλους».
Χαρακτηριστικό παράδειγμα η άρνηση του δημάρχου της Καισαριανής -προσκείμενου στο ΚΚΕ- και του κόμματος, να παραστεί στην εκδήλωση απόδοσης του Σκοπευτηρίου της Καισαριανής στο Δήμο, στην οποία μίλησε ο πρωθυπουργός. Το ΚΚΕ απείχε και κατήγγειλε την «πολιτική σκοπιμότητα» της εκδήλωσης.
Έτσι, θα περίμενε κανείς και στη χθεσινή εκδήλωση που διοργάνωσε η Βουλή, το ΚΚΕ να έχει πιο «διακριτική» παρουσία και όχι να εκπροσωπηθεί από τον ίδιο το Γραμματέα του, ο οποίος μάλιστα ανέβηκε στο βήμα λίγο πριν τον Αλέξη Τσίπρα. Στην τοποθέτησή του, βέβαια, ο Δημήτρης Κουτσούμπας κατακεραύνωσε την παρουσία της κυβέρνησης και μίλησε για «καπηλεία», αλλά αυτό ήταν μάλλον αναμενόμενο…
Αναμενόμενη όμως δεν ήταν η «κοινή» ξενάγηση που ακολούθησε, με Τσίπρα και Κουτσούμπα να βαδίζουν δίπλα δίπλα, με τον δεύτερο να εξιστορεί σε φιλικό ύφος στον πρώτο, ειδικά κατά τη στιγμή που ο Δημήτρης Κουτσούμπας έβαζε στην προθήκη του μουσείου το όπλο του Νίκου Μπελογιάννη, ένα Walther του 1938…
Με βάση όλα τα παραπάνω, προκάλεσε αρνητική εντύπωση το γεγονός ότι το ΚΚΕ έσπευσε να πάρει πίσω το όπλο του αγωνιστή, λίγες ώρες μετά την ολοκλήρωση της εκδήλωσης (και της …δημοσιότητας). Είτε είχε ενημερώσει από πριν τη Βουλή για αυτήν την κίνηση, όπως λέγεται, είτε όχι, η επίκληση σε «λόγους ασφαλείας», οι οποίοι επιτάσσουν το όπλο να φυλάσσεται από το κόμμα, είναι το λιγότερο «φτωχή» και παράξενη δικαιολογία…
Όχι τόσο για την αντίληψη κυριότητας, αυτό μπορεί να ξεπεραστεί και ως ένα βαθμό να κατανοηθεί. Περισσότερο για το γεγονός ότι η συλλογική μνήμη αλλά και η ίδια η διάδοση των κομμουνιστικών ιδεών, προϋποθέτει τα κειμήλια να είναι «ανοιχτά» στον κόσμο, στα παιδιά, στους νέους ανθρώπους, ειδικά σε χώρους που στοχεύουν ακριβώς σ’ αυτό… Και η κομμουνιστική ιστορία να μην είναι κλεισμένη σε «κομματικές αποθήκες», αλλά προσβάσιμη στο δημόσιο, λαϊκό χώρο.
Αυτές οι αντιλήψεις μάλλον δεν αφορούν το σημερινό ΚΚΕ…
Γ. Δ.