Σε κλίμα αβεβαιότητας φαίνεται να συνεχίζει η διαπραγμάτευση μεταξύ κυβέρνησης και θεσμών, με στόχο το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης. Το σίγουρο είναι ότι υπάρχουν περισσότερα από «δύο στρατόπεδα», με διαφοροποιήσεις να εντοπίζονται όχι μόνο μεταξύ Ευρωπαίων και ΔΝΤ αλλά και εντός των ίδιων των στελεχών του Ταμείου. Στο αυριανό Euro Working Group, η κυβέρνηση θα βολιδοσκοπήσει τις διαθέσεις της κάθε πλευράς, στην πρώτη επίσημη επαφή μετά τη δημοσιοποίηση της έκθεσης του ΔΝΤ.
Σε κλίμα έντονης αβεβαιότητας εξακολουθεί να βρίσκεται η διαπραγμάτευση μεταξύ Αθήνας και θεσμών, ενώ η προσπάθεια για το κλείσιμο της αξιολόγησης προτού η Ευρώπη μπει στην εκλογική «δίνη» από αρχές Μαρτίου, φαίνεται να εντείνεται.
Ήδη σήμερα, δημοσίευμα των Financial Times κάνει λόγο για εντατικές επαφές που γίνονται στο παρασκήνιο προκειμένου να ξεμπλοκάρει η δεύτερη αξιολόγηση εν όψει του επερχόμενου Eurogroup στις 20 Φεβρουαρίου, το οποίο θα αποτελέσει και «σταθμό» για το αν τελικά θα καταστεί εφικτό να κλείσει η αξιολόγηση.
Αν και υπάρχουν αμφιβολίες ότι το θέμα μπορεί να διευθετηθεί πλήρως στη συνεδρίαση αυτή, κοινή είναι η αίσθηση από τους πολιτικούς, για την ανάγκη επίτευξης σημαντικής προόδου, σημειώνει η εφημερίδα, καταγράφοντας τη δήλωση αξιωματούχου της ΕΕ ότι «ο Φεβρουάριος δεν είναι τυπικά, αλλά είναι ρεαλιστικά, ο χρόνος που πρέπει να επιτευχθεί πολιτική συμφωνία».
Συγκεκριμένα, οι FT σημειώνουν:
«Παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα δεν χρειάζεται νέα δόση έως τον Ιούλιο για να ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις της, αξιωματούχοι της ΕΕ φοβούνται ένα σενάριο παρατεταμένης αβεβαιότητας που θα πλήξει την επενδυτική εμπιστοσύνη στην Ελλάδα, μετατρέποντας τις προβλέψεις του ΔΝΤ σε αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Επιπλέον, η σύνοδος του Eurogroup στις 20 Φεβρουαρίου θα είναι η τελευταία πριν από τις γενικές εκλογές στην Ολλανδία, που είναι οι πρώτες σε μία σειρά κρίσιμων εκλογικών αναμετρήσεων στην Ευρώπη φέτος», σημειώνει το δημοσίευμα.
Εν τω μεταξύ, έντονη φημολογία υπάρχει από το πρωί σε διάφορα μέσα ενημέρωσης, ότι ο Ευκλείδης Τσακαλώτος ετοιμάζεται να καταθέσει νέα πρόταση προς τους θεσμούς, υποχωρώντας στο ζήτημα του αφορολόγητου, δεχόμενος μια μείωση γύρω στο 7.000 με 7.700 ευρώ. Ωστόσο, μέχρι στιγμής, δεν υπάρχει επιβεβαίωση για κάτι τέτοιο από την κυβέρνηση.
«Η κυβέρνηση επιμένει και εργάζεται σκληρά και με προσήλωση ώστε να ολοκληρωθεί το ταχύτερο δυνατό η δεύτερη αξιολόγηση», τόνισε την Τρίτη ο Δημήτρης Τζανακόπουλος, κατά την ενημέρωση των πολιτικών συντακτών, σημειώνοντας ότι «από τη δική μας πλευρά υλοποιούμε τα συμφωνηθέντα και επιδιώκουμε μια συμφωνία κοινωνικά βιώσιμη χωρίς υποχωρήσεις στις παράλογες απαιτήσεις του ΔΝΤ».
Αύριο θα πραγματοποιηθεί συνεδρίαση του Euro Working Group, στην οποία θα αποτυπωθεί επισήμως το κλίμα, για πρώτη φορά μετά τη δημοσιοποίηση της έκθεσης του ΔΝΤ για την Ελλάδα. Την ελληνική πλευρά θα εκπροσωπήσει ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Γιώργος Χουλιαράκης.
Χάσμα εντός του ΔΝΤ
Αμετακίνητος στις θέσεις του εμφανίστηκε ο διευθυντής Ευρωπαϊκών Υποθέσεων του ΔΝΤ Πολ Τόμσεν, ζητώντας από την Ελλάδα να προχωρήσει σε «επώδυνες πολιτικά και κοινωνικά μεταρρυθμίσεις», προκειμένου να κατορθώσει να επιστρέψει στο «δρόμο της διατηρήσιμης ανάπτυξης».
Παρουσιάζοντας την έκθεση του ΔΝΤ στη διάρκεια τηλεδιάσκεψης, ο κ. Τόμσεν υποστήριξε ότι η Ελλάδα θα πρέπει να μειώσει συντάξεις καθώς και το αφορολόγητο όριο σε μισθωτούς και συνταξιούχους, προκειμένου να διαμορφωθεί ένα κλίμα φιλικό στην ανάπτυξη.
Ο Πολ Τόμσεν αναγνώρισε ότι έχει γίνει πρόοδος και σύγκλιση των Ευρωπαίων με τις θέσεις του Ταμείου σε ό,τι αφορά τις προϋποθέσεις βιωσιμότητας του χρέους, αναφέροντας χαρακτηριστικά ότι «έχει περιοριστεί το χάσμα» καθώς οι «Ευρωπαίοι δέχθηκαν να μειωθούν τα χρόνια που η Ελλάδα θα πρέπει να διατηρήσει υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα στον προϋπολογισμό της». Ωστόσο, υπογράμμισε ότι στο ζήτημα της βιωσιμότητας του χρέους παραμένουν διαφορές, καθώς το Ταμείο επιμένει ότι πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% δεν μπορεί να διατηρηθεί για πολλά χρόνια.
Ο κ. Τόμσεν επανέλαβε ότι η Ελλάδα δεν χρειάζεται να λάβει πρόσθετα μέτρα λιτότητας, ισχυρίστηκε όμως πως είναι αναγκαίο να προχωρήσει σε δύσκολες μεταρρυθμίσεις, οι οποίες θα της επιτρέψουν να επιτύχει μία πιο δίκαιη κατανομή των κοινωνικών δαπανών, δημιουργώντας ένα πιο φιλικό πλαίσιο για την ανάπτυξη της οικονομίας. Ωστόσο, ακόμη και με τις μεταρρυθμίσεις αυτές -συντάξεις, αφορολόγητο, άνοιγμα αγορών και ενίσχυση του ανταγωνισμού-, όπως υποστήριξε, η Ελλάδα δε θα καταφέρει να μπει σε αναπτυξιακή τροχιά αν δεν προχωρήσει μία γενναία ρύθμιση του χρέους, προκειμένου αυτό να καταστεί διαχειρίσιμο - βιώσιμο (sustainable).
Στο σημείο αυτό, ο κ. Τόμσεν παραδέχθηκε ότι κατά τη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου του ΔΝΤ, στην οποία συζητήθηκε η έκθεση του άρθρου 4 για την Ελλάδα, υπήρξε διάσταση απόψεων. Ορισμένα «στελέχη εξέφρασαν τη διαφωνία τους» στα ζητήματα που σχετίζονται με το δημόσιο χρέος. Συγκεκριμένα, σημείωσε πως κάποιοι χαρακτήρισαν ιδιαιτέρως συντηρητικές τις παραδοχές που χρησιμοποιήθηκαν στην ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους. Ωστόσο, όπως έσπευσε να διευκρινίσει, τούτο δεν είναι ασυνήθιστο, καθώς έχει συμβεί σε άλλες περιπτώσεις στο παρελθόν.
Αναφορικά με τις προϋποθέσεις βιωσιμότητας του χρέους, ο κ. Τόμσεν υποστήριξε ότι το πρωτογενές πλεόνασμα δεν είναι ρεαλιστικό να παραμείνει στο 3,5% του ΑΕΠ για πολλά χρόνια και τούτο διότι η επίτευξη του στόχου αυτού δε στηρίζεται σε διαθρωτικές μεταρρυθμίσεις, αλλά στη συμπίεση των κρατικών δαπανών, επιφέροντας αντι-αναπτυξιακές συνέπειες. Ο ίδιος είπε ότι όσο το χρέος της Ελλάδας δεν είναι βιώσιμο, είναι πιθανός ο κίνδυνος να προκύψει μία νέα κρίση. Ωστόσο, όπως διευκρίνισε, αυτό δεν είναι κάτι που αφορά το μεσοπρόθεσμο ορίζοντα.
Σημειώνεται ότι η συνεδρίαση του ΔΝΤ για την Ελλάδα δεν έβγαλε απόφαση για τη συμμετοχή η μη του Ταμείου στο πρόγραμμα μέσω χρηματοδότησης.
Ντάισελμπλουμ: Σκληρό με την Ελλάδα το ΔΝΤ
Εν τω μεταξύ, δυσφορία φαίνεται να υπάρχει στις Βρυξέλλες, μετά τη δημοσιοποίηση της έκθεσης του ΔΝΤ για την πορεία της ελληνικής οικονομίας.
Η Ελλάδα είναι σε καλύτερη κατάσταση από αυτή που εκτιμά το ΔΝΤ, επεσήμανε χθες ο πρόεδρος του Eurogroup, Γερούν Ντάισελμπλουμ. Ο κ. Ντάισελμπλουμ χαρακτήρισε ξεπερασμένη την έκθεση του Ταμείου, σημειώνοντας ότι οι εκτιμήσεις του Ταμείου έχουν ξεπεραστεί λόγω της ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας. Ο πρόεδρος του Eurogroup εκφράζει επίσης την έκπληξή του για την «σκληρότητα» -όπως είπε- των σχολίων του ΔΝΤ. Προσέθεσε μάλιστα ότι αν και έχει γίνει κάποια ελάφρυνση του ελληνικού χρέους, χρειάζεται να γίνουν και άλλα βήματα. Σημείωσε πάντως πώς δεν βλέπει δυνατότητα κουρέματος του χρέους, αλλά μόνο το ενδεχόμενο ελάφρυνσης των όρων αποπληρωμής του.
Πάντως, η γενική εικόνα που προέκυπτε από παράγοντες της ευρωζώνης, είναι ότι υπάρχει σαφής διάσταση απόψεων μεταξύ ευρωζώνης και ΔΝΤ σε ό,τι αφορά το θέμα της Ελλάδας.
Όπως επισημαίνουν καλά πληροφορημένοι κύκλοι της ευρωζώνης, οι εκτιμήσεις του ΔΝΤ για την ελληνική οικονομία είναι εξαιρετικά απαισιόδοξες και δεν λαμβάνουν υπόψη τις θετικές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας. Οι ίδιοι κύκλοι, ωστόσο, δηλώνουν ότι είναι διατεθειμένοι να κάνουν κάποιες κινήσεις καλής θέλησης όσον αφορά το ελληνικό χρέος, υπό τον απαράβατο όρο ότι η Ελλάδα θα τηρήσει τις δεσμεύσεις της.
Ακόμα, πηγές της ευρωζώνης βεβαιώνουν ότι εξακολουθούν να βρίσκονται σε διαρκείς επαφές με την ελληνική πλευρά ούτως ώστε να μπορέσουν να φτάσουν, το ταχύτερο δυνατό, σε μία λύση που να ικανοποιεί όλες τις πλευρές.
«Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή λαμβάνει υπόψη της το αποτέλεσμα της χθεσινής συζήτησης του ΔΝΤ για το άρθρο 4. Η προτεραιότητά μας αυτήν τη στιγμή είναι η ολοκλήρωση της αξιολόγησης το συντομότερο δυνατό και εργαζόμαστε εντατικά με τις ελληνικές αρχές και τους υπόλοιπους εταίρους για να γίνει αυτό πραγματικότητα», ανέφερε χθες η εκπρόσωπος της Κομισιόν, αρμόδια για οικονομικά θέματα, Αννίκα Μπράιντχαρτ. Απέφυγε, ωστόσο, να δώσει ακριβές χρονοδιάγραμμα.
Σε ό,τι αφορά τις διαφωνίες εντός του Εκτελεστικού Συμβουλίου του ΔΝΤ κατά τη διάρκεια της χθεσινής συζήτησης, η ίδια σημείωσε ότι η Επιτροπή συνεχίζει να πιστεύει πως οι συμφωνίες που εφαρμόζει η Ελλάδα στο πλαίσιο του προγράμματος είναι «αξιόπιστες και φιλόδοξες».
Ερωτηθείσα κατά πόσο η συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα είναι αναγκαία επανέλαβε πως ο κανονισμός του ESM προβλέπει τη συνεργασία με το Ταμείο «όπου είναι δυνατό», ωστόσο, το ΔΝΤ τον περασμένο Δεκέμβριο επιβεβαίωσε τη δέσμευσή του να συστήσει στο Εκτελεστικό Συμβούλιό του τη συμφωνία ενός τρίτου προγράμματος με την Ελλάδα.
Επιστολή Τσακαλώτου: Η έκθεση του ΔΝΤ για την Ελλάδα δεν είναι δίκαιη
Ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος αντέκρουσε, με επιστολή που έστειλε χθες, τις προβλέψεις του Ταμείου για την πορεία της ελληνικής οικονομίας. Θεωρεί ότι οι προβλέψεις του ΔΝΤ δεν αντανακλούν την πραγματική εικόνα της ελληνικής οικονομίας και τις καλύτερες των προβλεπόμενων επιδόσεις που έχει επιτύχει η Ελλάδα στο δημοσιονομικό τομέα και στην ανάπτυξη. Η επιστολή του κ. Τσακαλώτου ενσωματώνεται στην έκθεση του ΔΝΤ για την ελληνική οικονομία (άρθρο 4), η οποία δόθηκε στη δημοσιότητα.
«Παρά τις ενδείξεις και την ανάλυση που παρουσιάσθηκε, παρατηρούμε ότι η έκθεση δεν είναι δίκαιη σε αρκετούς τομείς, ενώ πολλά από τα συμπεράσματά της δεν είναι συνεπή με τα πρόσφατα και καλά τεκμηριωμένα εμπειρικά στοιχεία», σημειώνει στην επιστολή του ο κ. Τσακαλώτος και διευκρινίζει:
«Πρώτον, η έκθεση παρουσιάζει μία συνολική εικόνα της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας (της Ελλάδας) που δεν είναι αντιπροσωπευτική της πραγματικής προσπάθειας που καταβλήθηκε από την ελληνική κυβέρνηση κατά τη διάρκεια του προγράμματος του ESM (Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας). Η εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων επιταχύνθηκε σημαντικά, ιδιαίτερα των μεταρρυθμίσεων σε βάθος, όπως η ενοποίηση των ασφαλιστικών ταμείων σε ένα ενιαίο ταμείο, η συνολική συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση, η δημιουργία ανεξάρτητης φορολογικής αρχής, πολλές μεταρρυθμίσεις στην αγορά προϊόντων (περιλαμβανομένης της σημαντικής προόδου στην εισαγωγή των συστάσεων του ΟΟΣΑ) και ένα ευρύ πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων. Αντίθετα, η έκθεση αναφέρει μία επιβράδυνση της δυναμικής των μεταρρυθμίσεων, η οποία δεν προκύπτει από όσα έχουν ήδη γίνει στη δημοσιονομική πολιτική, τον χρηματοπιστωτικό τομέα και σε πολλούς τομείς διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων».
Ο υπουργός Οικονομικών τονίζει ότι επακόλουθο «της παραπλανητικής παρουσίασης της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας» είναι ότι δεν λαμβάνονται υπόψη κατάλληλα τα αποτελέσματα των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στην Ανάλυση για τη Βιωσιμότητα του Χρέους (DSA) και τονίζει πως η αυξημένη προσπάθεια θα έπρεπε, κατ' αρχήν, να οδηγήσει στην αύξηση του δυνητικού ρυθμού ανάπτυξης στο μέλλον. Ωστόσο, προσθέτει, ο μακροχρόνιος ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης μειώθηκε από το ΔΝΤ στην ανάλυση για το χρέος στο 1% από 1,25% τον Μάιο του 2016 και είναι η δεύτερη συνεχόμενη μείωση των προβλέψεών του για την ανάπτυξη.
Όσον αφορά τις δημοσιονομικές εξελίξεις, ο κ. Τσακαλώτος τονίζει ότι «η δημοσιονομική επίδοση του 2015 και το δημοσιονομικό αποτέλεσμα του 2016 είναι σημαντικά καλύτερα από τις αρχικές εκτιμήσεις».
Το ΔΝΤ είχε προβλέψει αρχικά ένα πρωτογενές έλλειμμα -0,5% του ΑΕΠ το 2016 που θα μετατρεπόταν σε πλεόνασμα 1,5% του ΑΕΠ το 2018 με τα τρέχοντα νομοθετημένα μέτρα. «Οι αρχικές ενδείξεις δείχνουν ότι, αντίθετα, το δημοσιονομικό πλεόνασμα για το 2016 θα είναι στην περιοχή του 2% του ΑΕΠ», επισημαίνει ο υπουργός, προσθέτοντας: «Παρά τη σημαντική δημοσιονομική υπεραπόδοση, η ανάλυση (του ΔΝΤ) δεν προχωρά σε μία σημαντική αναθεώρηση των δημοσιονομικών πλεονασμάτων για το 2018 και μετά, παραμένοντας στο προβλεφθέν επίπεδο του 1,5%, παρά τα συντριπτικά στοιχεία για το αντίθετο».
Πέραν της ανάγκης δημοσιονομικών αναθεωρήσεων, το σημαντικό δημοσιονομικό πλεόνασμα του 2016 αμφισβητεί τρία σημαντικά επιχειρήματα της έκθεσης, συνεχίζει στην επιστολή του ο κ. Τσακαλώτος. «Πιο σημαντικό είναι ότι το επιχείρημα πως η Ελλάδα δεν μπορεί να διατηρήσει υψηλά δημοσιονομικά πλεονάσματα, πάνω από 1,5% του ΑΕΠ, έρχεται σε αντίθεση με τις πρόσφατες εξελίξεις».
Τέλος, σχετικά με την αναφορά που γίνεται στην έκθεση για την ανάγκη ενός φιλικού προς την ανάπτυξη μείγματος πολιτικής, ο υπουργός αναφέρει ότι «παρουσιάζονται ανεπαρκή ή παραπλανητικά στοιχεία σχετικά με την επίδραση του σημερινού μείγματος πολιτικής και τα αποτελέσματα του προτεινόμενου νέου μείγματος». «Αν και συμφωνούμε ότι η φορολογική βάση πρέπει να διευρυνθεί, αυτό θα πρέπει να γίνει με την αύξηση της φορολογικής συμμόρφωσης και όχι με τη μείωση του αφορολόγητου», υπογραμμίζει ο Ευκλείδης Τσακαλώτος.
Με πληροφορίες από ΑΠΕ – ΜΠΕ, ΕΡΤ