Ολοκληρώνονται σήμερα, με την ψηφοφορία επί των τελικών προτάσεων των κομμάτων, οι εργασίες της Επιτροπής για τη νομιμότητα των δανειοδοτήσεων σε κόμματα και ΜΜΕ, ενώ την επόμενη Τετάρτη (01 Φεβρουαρίου) θα συζητηθεί, ενώπιον της Ολομέλειας της Βουλής, η τελική μορφή του πορίσματος. Όπως έχει ήδη γίνει γνωστό, δεν προέκυψαν στοιχειοθετημένες ευθύνες σε συγκεκριμένα πολιτικά πρόσωπα και το σύνολο του υλικού που συγκεντρώθηκε θα σταλεί στους αρμόδιους εισαγγελείς, οι οποίοι θα διερευνήσουν περαιτέρω την ύπαρξη τυχόν ποινικών ευθυνών σε τραπεζικά και κομματικά στελέχη, αλλά και διοικήσεις ΜΜΕ.
1). Το πόρισμα της ΝΔ
Για κατάρρευση της θεωρίας του ΣΥΡΙΖΑ αναφορικά με την ύπαρξη τριγώνου διαπλοκής (τράπεζες – πολιτικοί – ΜΜΕ) κάνει λόγο το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, επισημαίνοντας ότι αν υπάρχει ένα τέτοιο ‘τρίγωνο’ αυτό είναι αποκλειστικά του ΣΥΡΙΖΑ, στηρίζοντας δε τη θέση αυτή σε εννέα σημεία που αφορούν τα οικονομικά του κυβερνώντος κόμματος.
Ακολουθεί απόσπασμα από όσα αναφέρει στο πόρισμα που παρέδωσε (συνολικά 110 σελίδες):
«Η σύσταση της Εξεταστικής Επιτροπής για την έρευνα της δανειοδότησης των κομμάτων και των ΜΜΕ υπήρξε ενταγμένη σε μία από τις βασικές πολιτικές στρατηγικές του ΣΥΡΙΖΑ, δηλ. στην υπόθεση εργασίας, ότι οι πολιτικές δυνάμεις είναι διεφθαρμένες και διαπλεκόμενες με το εξίσου διεφθαρμένο τραπεζικό σύστημα, ενώ το τραπεζικό σύστημα, με την παρέμβαση αυτών των πολιτικών δυνάμεων, τελικά χρηματοδοτεί παράνομα τα εξίσου διεφθαρμένα και διαπλεκόμενα Μέσα Ενημέρωσης, προκειμένου αυτά, με την σειρά τους, να χειραγωγούν την κοινή γνώμη, να επηρεάζουν τους πολίτες υπέρ των πολιτικών δυνάμεων.
Αυτό οδήγησε στην πρωτοβουλία του ΣΥΡΙΖΑ για την κατάθεση της πρότασης για την σύσταση της Εξεταστικής Επιτροπής. Η Νέα Δημοκρατία, συνεπής στις διαχρονικές αρχές της για διαφάνεια στην πολιτική ζωή, ψήφισε υπέρ της σύστασης της Επιτροπής, γεγονός που προσέδωσε στη διαδικασία αυξημένη νομιμοποίηση. Αντίστοιχα, βέβαια, δεν συνέβη το ίδιο και με τον ΣΥΡΙΖΑ, στην πρόταση της Νέας Δημοκρατίας για τη σύσταση Εξεταστικής Επιτροπής για τις συνθήκες υπό τις οποίες οδηγήθηκε η χώρα στο τρίτο Μνημόνιο κλπ.
Έπειτα από την ολοκλήρωση των εργασιών της Επιτροπής, η πλειοψηφία, δηλαδή ο ΣΥΡΙΖΑ, απεφάνθη ότι δεν προκύπτουν ποινικές ευθύνες για πολιτικά πρόσωπα, για την τυχόν παράνομη δανειοδότηση των κομμάτων και των ΜΜΕ. Συνεπώς, το μόνο εύλογο και ταυτόχρονα αναπόφευκτο συμπέρασμα είναι ότι κατέρρευσε η θεωρία του ΣΥΡΙΖΑ. Και τούτο διότι, η Εξεταστική Επιτροπή, ως κοινοβουλευτική επιτροπή, έχει ως αντικείμενό της τον έλεγχο πολιτικών ζητημάτων μείζονος ενδιαφέροντος και όχι την άσκηση δικαστικών ή εποπτικών καθηκόντων.
Γενικό Συμπέρασμα: Το πόρισμα της Εξεταστικής Επιτροπής θα μπορούσε να είναι μία μόνο φράση: Δεν απεδείχθησαν ευθύνες πολιτικών προσώπων. Για όλα τα υπόλοιπα, για τυχόν παραβάσεις του τραπεζικού δικαίου, για παράνομες πράξεις των οργάνων των διοικήσεων των τραπεζών, αρμόδιος είναι ο εισαγγελέας και η εποπτική Αρχή.
Έτσι μία ακόμη θεωρία του ΣΥΡΙΖΑ κατέρρευσε.
Το «τρίγωνο της διαπλοκής» υπάρχει, αλλά είναι του ΣΥΡΙΖΑ:
Αντιθέτως όμως, προέκυψαν ευθύνες άλλων πολιτικών προσώπων, που αναδεικνύουν τον πρωταγωνιστικό ρόλο που έχει ο ΣΥΡΙΖΑ στο αποκαλούμενο «τρίγωνο της διαπλοκής», το οποίο προφανώς δεν ήταν στην αρχική σκέψη, όσων είχαν την πρωτοβουλία για την σύσταση της Εξεταστικής Επιτροπής.
Συγκεκριμένα:
1. Προέκυψε ότι μέτοχος στην εφημερίδα ΑΥΓΗ είναι η offshore εταιρεία με την επωνυμία «THE ATLAS CYPRUS INTERNATIOΝAL TRUST» της οποίας τον πραγματικό ιδιοκτήτη, αλλά και την προέλευση των χρημάτων αρνήθηκαν να αποκαλύψουν.
2. Προέκυψε ότι ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας, με την από 14/12/2010 επιστολή του προς την ΕΤΕ, ζήτησε να δανειστεί ο ΣΥΡΙΖΑ κατά παράβαση των κανόνων Τραπεζικού δανεισμού, γνωρίζοντας εκ των προτέρων το παράνομο του αιτήματός του, καθώς δεν πληρούσε τα σχετικά χρηματοοικονομικά κριτήρια.
3. Προέκυψε ότι, αν η εφημερίδα ΑΥΓΗ δεν προβεί σε αύξηση μετοχικού κεφαλαίου, θα πρέπει να τεθεί σε εκκαθάριση (στην πραγματικότητα θα έπρεπε να είχε ήδη γίνει με ευθύνη της Περιφέρειας Αττικής). Σε περίπτωση δε αύξησης κεφαλαίου, το μεγαλύτερο μέρος αυτής θα πρέπει να καταβάλλει ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος όμως ήδη καθυστερεί την πληρωμή των δόσεων του δανείου του προς τις Τράπεζες.
4. Προέκυψε ότι, κατά το παρελθόν, έχει γίνει «κούρεμα» του χρέους της εφημερίδας ΑΥΓΗ από τραπεζικό ίδρυμα υπό αδιαφανείς διαδικασίες.
5. Προέκυψε ότι το δάνειο της Ελληνικής Αριστεράς (ΕΑΡ), της οποίας ο ΣΥΡΙΖΑ ισχυρίζεται άλλοτε ότι είναι καθολικός διάδοχος και άλλοτε ότι είναι μετονομασία του ίδιου νομικού προσώπου, «κουρεύτηκε» σε ποσοστό 60%.
6. Προέκυψε ότι το ακίνητο της Κουμουνδούρου περιήλθε στην κατοχή του ΣΥΡΙΖΑ με τρόπο νομικά έωλο, χωρίς να είναι γνωστό αν καταβλήθηκαν οι αναλογούντες φόροι, και με μεθόδευση που περιέχει απατηλές παραστάσεις προς τις Τράπεζες, γεγονός που συνέβη ακριβώς γιατί η δανειοδότηση του ΣΥΡΙΖΑ δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά.
7. Προέκυψε ότι ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ έχει προχωρήσει σε διπλή και τριπλή εκχώρηση της κρατικής χρηματοδότησης του ίδιου έτους τουλάχιστον τρεις φορές.
8. Προέκυψε ότι σήμερα τα χρέη του ΣΥΡΙΖΑ είναι ενήμερα (αν και παρατηρείται καθυστέρηση καταβολής των δόσεων), σημειώνεται όμως ότι σε περίπτωση εκλογών και σύμφωνα με τα ποσοστά που δείχνει ο ΣΥΡΙΖΑ να λαμβάνει στις τωρινές δημοσκοπήσεις, θα είναι υπέρμετρα δυσχερής η κάλυψη των υποχρεώσεών του.
9. Και αν σε όλα τα ανωτέρω, προστεθεί η λυσσώδης προσπάθεια ελέγχου του τηλεοπτικού τοπίου, όπως εκδηλώθηκε με τον αντισυνταγματικό νόμο Παππά, η παράνομη έγκριση του πόθεν έσχες Καλογρίτσα, η εξίσου παράνομη ανακήρυξή του ως οριστικού υπερθεματιστή, πράξη η οποία, εκκρεμούσης και της μηνυτήριας αναφοράς, αναμένεται να αξιολογηθεί ποινικά και η πολύ πρόσφατη μεθόδευση για τον έλεγχο του ΔΟΛ μέσω στελέχους του ΣΥΡΙΖΑ, τότε είναι σαφές ότι έχουν ήδη προκύψει ευθύνες ευθέως για τα πολιτικά πρόσωπα, που εμπλέκονται στις ανωτέρω πράξεις».
2). Πόρισμα Λοβέρδου – Δημοκρατικής Συμπαράταξης
Ο Ανδρέας Λοβέρδος είναι ο συντάκτης του κειμένου πορισματικών συμπερασμάτων (συνολικά 103 σελίδες) της Δημοκρατικής Συμπαράταξης ΠΑΣΟΚ – ΔΗΜΑΡ, ύστερα από την απόρριψη από πλευράς ΣΥΡΙΖΑ της πρότασης για «απόπειρα σύνταξης κοινού πορίσματος».
Εντός του κείμενου αυτού, γίνεται λόγος για συκοφάντηση του ΠΑΣΟΚ από το κυβερνών κόμμα «αγνοώντας αποδείξεις, διογκώνοντας αποδείξεις, πηγαίνοντας πέρα από αποδείξεις, ερμηνεύοντας αποδείξεις ως ισχυρές όταν είναι αδύναμες και μερικές φορές καταλήγοντας σε συμπεράσματα χωρίς καμία απόδειξη», ενώ το πόρισμα ΣΥΡΙΖΑ χαρακτηρίζεται «στρατευμένο στους σχεδιασμούς και τις επιδιώξεις του Μεγάρου Μαξίμου».
Ειδικότερα για τα δάνεια προς τα πολιτικά κόμματα αναφέρεται ότι ακολουθούσαν τους εκάστοτε ισχύοντες Κανονισμούς Πιστοδοτήσεων των Τραπεζών, ενώ για τα δάνεια προς ΜΜΕ σημειώνεται ότι είναι στην πλειοψηφία τους ενήμερα και παρακολουθούν τα προγράμματα καταβολών, έστω και μετά από ρυθμίσεις και αναδιαρθρώσεις.
Ακολουθεί απόσπασμα από το πόρισμα της Δημοκρατικής Συμπαράταξης:
Ι. Δανειοδότηση πολιτικών κομμάτων
«Από την εξέταση των μαρτύρων -κυρίως όσων προέρχονταν από τα τραπεζικά ιδρύματα και την Τράπεζα της Ελλάδος- καθώς και από τα έγγραφα που περιήλθαν σε γνώση της Επιτροπής -στα οποία περιλαμβάνονται εκθέσεις της Τράπεζας της Ελλάδος και των εισαγγελικών Αρχών-, προκύπτει με ασφάλεια και σαφήνεια ότι κύριο χαρακτηριστικό της δανειοδότησης των πολιτικών κομμάτων από τις ελληνικές τράπεζες όλα τα περασμένα έτη αποτελεί η τήρηση των εκάστοτε ισχυόντων κανόνων τραπεζικής πρακτικής και των οικείων κανονισμών.
Ειδικότερα, προέκυψε ότι: το σύνολο των αιτημάτων χορήγησης πιστώσεων που υποβλήθηκαν εκ μέρους των κομμάτων τελούσαν σε συμφωνία με την πάγια τραπεζική πρακτική. Πράγματι, κατά το παρελθόν, η δανειοδότηση πολιτικών κομμάτων και φορέων στην Ελλάδα δεν αποτέλεσε καινοτομία ή, πολύ περισσότερο, ιδιαίτερη προνομία κάποιου συγκεκριμένου πολιτικού χώρου. Αντιθέτως, όπως αποδείχθηκε, δάνεια από ελληνικά τραπεζικά ιδρύματα ζήτησαν και έλαβαν όλα τα κόμματα με σταθερή κοινοβουλευτική παρουσία κατά το διάστημα έρευνας της Επιτροπής (ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, ΚΚΕ, ΣΥΡΙΖΑ/Συνασπισμός). Η τραπεζική δανειοδότηση χρησιμοποιήθηκε ως βασική πηγή εξεύρεσης των αναγκαίων, για όλα ανεξαιρέτως τα κόμματα, πόρων για την κάλυψη λειτουργικών αναγκών (λ.χ. μισθοδοσία προσωπικού κ.α.) και την εξυπηρέτηση παλαιότερου δανεισμού. Η εκλογική δύναμη και η ανάλογη έκταση των λειτουργικών εξόδων κάθε σχηματισμού έθεταν κάθε φορά το μέτρο. Με αυτόν το σκοπό και το περιεχόμενο, τα δάνεια προς πολιτικά κόμματα εκλαμβάνονταν τόσο από τα ίδια τα κόμματα όσο και από τις πιστώτριες τράπεζες ως μία καθ’ όλα σύννομη και ηθικά μη επιλήψιμη πρακτική, η οποία, άλλωστε, δεν αποτελεί ελληνική ιδιαιτερότητα ή πρωτοτυπία. Η πεποίθηση αυτή, σε συνδυασμό με την αυξημένη εξασφάλιση και την εξαιρετικά ομαλή εξυπηρέτηση των σχετικών πιστώσεων συνέθεσε το αναγκαίο δικαιοπρακτικό θεμέλιο πάνω στο οποίο ερείδεται η όλη φιλοσοφία και πρακτική της χορήγησης τραπεζικών πιστώσεων σε πολιτικούς σχηματισμούς και φορείς στην Ελλάδα.
Εξάλλου, η δανειοδότηση των πολιτικών κομμάτων προέκυψε με σαφήνεια ότι τελούσε σε συμφωνία και προς τους εκάστοτε ισχύοντες Κανονισμούς Πιστοδοτήσεων των Τραπεζών, ήτοι προς τις προβλέψεις και διατάξεις του εσωτερικού κανονιστικού πλαισίου κάθε τραπεζικού ιδρύματος. Πρόκειται για το πλαίσιο που καθορίζει και προδιαγράφει την πολιτική και τη διαδικασία χορηγήσεων της τράπεζας. Με άλλη διατύπωση, ο κανονισμός πιστοδοτήσεων περιγράφει τη διαδικαστική αλληλουχία σταδίων και ενεργειών που απαιτούνται για την έγκριση και χορήγηση μίας πίστωσης, κατανέμοντας και τις σχετικές αρμοδιότητες στα επί μέρους όργανα της τράπεζας (υποβολή αιτήματος και δικαιολογητικών στοιχείων, αξιολόγηση αιτήματος και πιστοληπτικού προφίλ του υποψηφίου δανειολήπτη, στάθμιση πιστωτικού κινδύνου, απόφαση έγκρισης και οριστικής χορήγησης).
Όπως, πράγματι, διαπιστώνεται και στη σχετική Έκθεση της ΤτΕ (2012), η δανειοδότηση των πολιτικών κομμάτων προβλέπεται ειδικώς στους Κανονισμούς Πιστοδοτήσεων των δανειστριών Τραπεζών -προέκυψε δε από τον έλεγχο ότι «η έγκριση των πιστοδοτήσεων των κομμάτων εμφανίζει εν γένει τήρηση των οριζομένων στους Κανονισμούς των Τραπεζών». Αντίστοιχες κατηγορηματικές διαπιστώσεις και διαβεβαιώσεις προήλθαν από τους ίδιους τους εξετασθέντες ενώπιον της Επιτροπής διευθύνοντες συμβούλους των «συστημικών» ελληνικών τραπεζών, καθώς και τους πρώην διοικητές της παλαιάς Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος. Η χορήγηση δανείων σε πολιτικούς φορείς και σχηματισμούς αναγνωρισμένους από την έννομη τάξη με όλα τα γνωρίσματα και τα δικαιώματα του πολιτικού κόμματος, αποτέλεσε κοινό τόπο στους οικείους κανονισμούς πστοδοτήσεων όλων των ελληνικών τραπεζών. Παρά τις επί μέρους διαβαθμίσεις κινδύνου, τις ποικίλες αξιολογήσεις των αναγκαίων εξασφαλίσεων ή ακόμη και τον διαφοροποποιημένο ορολογικό χαρακτηρισμό (επιχειρηματική ή ιδιαίτερη πίστωση κ.α.), το σύνολο των ελληνικών τραπεζών, δια των κανονισμών τους, αναγνώριζαν τη δανειοδότηση πολιτικών κομμάτων ως σύννομη, προσοδοφόρος και επομένως νόμιμη πρακτική και ως εκ τούτου την προέβλεπαν στα σχετικά πλαίσια αναφοράς τους (εσωτερικούς κανονισμούς πιστοδοτήσεων).
Κινούμενες εντός αυτού του κανονιστικού πλαισίου, οι Τράπεζες κατά την εξέταση των σχετικών αιτημάτων ακολούθησαν την προβλεπόμενη διαδικασία υποδοχής του αιτήματος αξιολόγησαν την πιστοληπτική ικανότητα όλων των κομμάτων ως ισχυρή και τον αντίστοιχο πιστωτικό κίνδυνο ως χαμηλό. Η εν λόγω διαδικασία έγκρισης και χορήγησης πιστώσεων Προκύπτει, πράγματι, ότι τα επίμαχα δάνεια, στο σύνολό τους, είχαν μελετηθεί, εγκριθεί και αποφασισθεί από δεκάδες στελέχη διαφορετικών Τραπεζών και σε βάθος πολλών χρόνων. Είναι, λοιπόν, πρακτικά αδύνατο, κατά την κοινή πείρα και λογική, σε τέτοια πολυπρόσωπα ιδρύματα να μην έχει αντιδράσει ποτέ κανείς από τόσες πολυμελείς επιτροπές, αν επρόκειτο για χορηγήσεις προφανώς ζημιογόνες που πληρούσαν τους όρους της απιστίας και αποτελούσαν προϊόν πίεσης ή πειθούς από τη μεριά των πολιτικών κομμάτων.
Μάλιστα, θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα ελληνικά τραπεζικά ιδρύματα ακολούθησαν την ίδια σταθερή πρακτική και διαδικαστική αλληλουχία ενεργειών και εγκρίσεων ακόμη και όταν υπήρχαν αιτήματα για αποκλίσεις από αυτήν. Είναι χαρακτηριστική, στο σημείο αυτό, η επιστολή που απηύθυνε ο επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ το έτος 2010 προς την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, με την οποία ζητήθηκε η χορήγηση δανείου προς το συγκεκριμένο κόμμα όχι με αμιγώς οικονομικά-τραπεζικά κριτήρια αλλά με όρους πολιτικούς (για να παρακαμφθεί, προφανώς, το πρόδηλο γεγονός της μικρής τότε εκλογικής δύναμης του εν λόγω συνασπισμού κομμάτων).
Περαιτέρω, όπως σημειώνεται σε κάτωθι ενότητα, το σύννομο των δανείων προς πολιτικά κόμματα επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι στο σύνολό τους αυτά είχαν χορηγηθεί με την ουσιαστική εγγύηση του Δημοσίου (υπό τη μορφή της κρατικής χρηματοδότησης των κομμάτων). Προκύπτει, επομένως, ότι οι πιστώτριες τράπεζες προέβησαν πράγματι σε αξιολόγηση πιστωτικού κινδύνου (σε μερικές των περιπτώσεων ως ιδιαίτερα υψηλού) και σε λήψη των αναγκαίων εξασφαλίσεων.
Εξάλλου, ιδιαίτερη σημασία έχει το γεγονός ότι όλες οι ως άνω διαπιστώσεις επιβεβαιώνονται με τρόπο πανηγυρικό και ανεπιφύλακτο και στις σχετικές πορισματικές εκθέσεις που υπογράφονται από εισαγγελικό λειτουργό που διερεύνησε εις βάθος την όλη υπόθεση της δανειοδότησης των ελληνικών πολιτικών κομμάτων. Ειδικότερα, οι αρμόδιοι εισαγγελικοί λειτουργοί, τον Σεπτέμβριο 2013, μετά τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης (που περιλάμβανε τη λήψη καταθέσεων από επιθεωρητές της ΤτΕ) κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι στην περίπτωση των δανείων προς τα πολιτικά κόμματα α) υφίστανται αποφάσεις των θεσμοθετημένων εγκριτικών επιτροπών ή οργάνων κάθε πιστώτριας τράπεζας και β) τηρήθηκαν κατά τη χορήγησή τους οι σχετικές κανονιστικές πράξεις της Τράπεζας της Ελλάδος. Στη βάση αυτής της σκέψης τους αποκλείσθηκε η συνδρομή της αντικειμενικής υπόστασης του αδικήματος της απιστίας και η δικογραφία αρχειοθετήθηκε.
Όπως γίνεται σαφές, με δεδομένο το αντικείμενο έρευνας της Επιτροπής, η συγκεκριμένη συμπερασματική παρατήρηση παρουσιάζει ιδιαίτερη αξία και βαρύτητα. Και τούτο διότι το νομότυπο της έγκρισης και χορήγησης ενός δανείου αποτελεί θεμελιακό όρο της (τυπικής και ουσιαστικής) νομιμότητας αυτού. Με άλλη διατύπωση, κάθε δάνειο που έχει χορηγηθεί με τρόπο σύννομο και, επομένως, σύμφωνο με το εκάστοτε κείμενο κανονιστικό πλαίσιο, πρέπει να εκλαμβάνεται ως κατ’ αρχήν νόμιμο. Αυτή η διαπίστωση θέτει, πράγματι, ένα ισχυρό τεκμήριο νομιμότητας των χορηγηθέντων προς όλα τα πολιτικά κόμματα δανείων, το οποίο η Επιτροπή κλήθηκε να ερευνήσει αν ευσταθεί ή καταρρίπτεται κατά περίπτωση».
ΙΙ. Δανειοδότηση Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης
«Η Επιτροπή προχώρησε σε επίμονη και εις βάθος παρατήρηση των οικονομικών μεγεθών και δεδομένων της δανειοδότησης του κλάδου των ΜΜΕ εν γένει, καθώς και συγκεκριμένων επιχειρηματικών σχημάτων και ομίλων. Ως πολύτιμα “εργαλεία” στη διερευνητική αυτή προσπάθεια αναδείχθηκαν οι ενδελεχείς και επιστημονικά τεκμηριωμένες εκθέσεις που συνέταξαν τα αρμόδια στελέχη της Διεύθυνσης Επιθεώρησης της ΤτΕ, μετά τους ειδικούς ελέγχους που διενήργησαν (και εξακολουθούν μέχρι σήμερα να διενεργούν) σε πλήθος επιχειρήσεων που τυγχάνουν ιδιοκτήτριες ενημερωτικών μέσων του έντυπου ή ηλεκτρονικού Τύπου, τηλεόρασης και του ραδιοφώνου.
Το πλέον σημαντικό ποσοτικό συμπέρασμα είναι ότι δεν αποδείχθηκε η επιχειρηματολογία για τα φερόμενα «θαλασσοδάνεια» προς ΜΜΕ. Συνολικά, σύμφωνα και με τα στοιχεία των πέντε τραπεζών, που επιβεβαιώθηκαν από την ΤτΕ και τον ίδιο τον Διοικητή της, από το συνολικό ποσό 1,3 δισ. € που έχουν χορηγηθεί προς τα ΜΜΕ, δεν εξυπηρετείται σήμερα ένα ποσοστό της τάξης του 37,5% (479,5 εκ. €). Η σημαντική πλειονότητα των δανείων είναι ενήμερα και παρακολουθούν τα προγράμματα καταβολών, έστω και μετά από ρυθμίσεις και αναδιαρθρώσεις.
Οι μοναδικές άξιες λόγου περιπτώσεις ανεξόφλητων μεγάλων οφειλών και καταγγελμένων δανείων αφορούν στην ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ Α.Ε. (ALTER), την ΤΗΛΕΤΥΠΟΣ (Mega Channel), τον Όμιλο ΠΗΓΑΣΟΣ και τον Όμιλο ΛΥΜΠΕΡΗ. Για τις τελευταίες περιπτώσεις, καθώς και για άλλες περιπτώσεις, όπως πχ της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ, η Επιτροπή είτε δεν προχώρησε σε έλεγχο, είτε προχώρησε σε επί μέρους μόνο διερεύνηση, η οποία, ωστόσο, δεν ήταν το ίδιο ενδελεχής και επίμονη σε όλες τις περιπτώσεις, αφού πρόσωπα που είχαν αυτοπροταθεί να καταθέσουν ως μάρτυρες, ή άλλα πρόσωπα που μέλη της Εξεταστικής πρότειναν να κληθούν δεν έγιναν δεκτά από την πλειοψηφία του ΣΥΡΙΖΑ.
Στη διατύπωση των Θέσεών μας προσπαθήσαμε και προσπαθούμε να αποφύγουμε τη χρήση «διπλών κριτηρίων», ή την επανάληψη πορισμάτων ελέγχων που έχει κάνει η ΤτΕ. Όπου ο τραπεζικός έλεγχος, με τα κατάλληλα και επαρκώς εξοπλισμένα με τεχνογνωσία όργανά του κατέληξε σε κάποια συμπεράσματα για συγκεκριμένα δάνεια, κανέναν λόγο δεν έχει η Βουλή να επαναλαμβάνει τα συμπεράσματα αυτά. Εκτός κι αν βέβαια κάποιος Βουλευτής ή κάποιο πολιτικό κόμμα θεωρεί πως έχει «έννομο συμφέρον» να εμπλακεί σε ιδιωτικές υποθέσεις και σε συγκρούσεις συμφερόντων. Υπό την έννοια αυτή τα έγγραφα των τραπεζικών ελέγχων λήφθηκαν υπόψη προκειμένου να διατυπώσουμε τις παρούσες Θέσεις μας, αλλά αποφύγαμε κάθε απόπειρα μεροληψίας, κρυμμένης πίσω από κοινοβουλευτικό μανδύα. Κι ακόμη, αποφύγαμε, όπως ήδη ειπώθηκε τα «διπλά κριτήρια». Δηλαδή τα κριτήρια σύμφωνα με τα οποία είναι νόμιμο να επιχειρείται η διάσωση της «ΜΑΡΙΝΟΠΟΥΛΟΣ Α.Ε.» που επιχειρήθηκε τα προηγούμενα χρόνια, αλλά παράνομη η απόπειρα διάσωσης του ΔΟΛ. Ή, επιπροσθέτως, να είναι παράνομη η απόπειρα διάσωσης του ΔΟΛ από τις τράπεζες, όταν τη χώρα κυβερνάται από άλλους, αλλά νόμιμη όταν κυβερνάται από τον ΣΥΡΙΖΑ!!!»
3). Το πόρισμα του ΚΚΕ
Μόλις 4 σελίδων είναι το πόρισμα από το γραφείο Τύπου της ΚΕ του ΚΚΕ, εντός του οποίου αναφέρεται ότι οι τράπεζες αντιμετωπίζουν με διαφορετικό τρόπο τα δάνεια προς τα νοικοκυριά από ότι αυτά προς τις επιχειρήσεις. Ειδικότερα τα δάνεια προς τα νοικοκυριά έχουν υψηλότερα επιτόκια, άρα είναι πιο ακριβά και τα στεγαστικά διασφαλίζουν τις τράπεζες με εμπράγματες εξασφαλίσεις – εγγυήσεις (υποθήκη ακινήτου), ενώ αντίθετα για τις επιχειρήσεις, ιδιαίτερα για τις μεγάλες, έχουν χαμηλά επιτόκια και σε μεγάλο βαθμό, χωρίς εμπράγματες εγγυήσεις.
«Δεν αντέχει σοβαρή κριτική ο ισχυρισμός που προέβαλλαν οι εκπρόσωποι των τραπεζών ότι αυτή η διαφοροποίηση (ευνοϊκή μεταχείριση) οφείλεται στο υψηλό λειτουργικό κόστος που έχει η διαχείριση χιλιάδων δανείων προς τα νοικοκυρά, από τη στιγμή που οι κίνδυνοι για την τράπεζα είναι πολύ μεγαλύτεροι σε περίπτωση μη εξυπηρέτησης ενός δανείου ύψους εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ προς μια επιχείρηση» αναφέρεται.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που καταθέτει το ΚΚΕ:
Τα δάνεια των κομμάτων από τις τράπεζες είναι σήμερα 418 εκατ. ευρώ περίπου. ΕΤΕ: 33,6 εκατ. ευρώ, Πειραιώς (συμπεριλαμβανομένης της ΑΤΕ): 359 εκατ. ευρώ, Eurobank: 13 εκατ. ευρώ και Alpha Bank: 12,2 εκατ. ευρώ.
- Η ΝΔ οφείλει 210 εκατ. ευρώ (από τα οποία τα 196 εκατ. ευρώ στην Τράπεζα Πειραιώς (ΑΤΕ), η οποία το έχει καταγγείλει].
- Το ΠΑΣΟΚ οφείλει 190 εκατ. ευρώ [από τα οποία 158 εκατ. ευρώ στην Τράπεζα Πειραιώς (ΑΤΕ), που επίσης έχουν καταγγελθεί].
- Ο ΣΥΡΙΖΑ 8 εκατ. ευρώ στην ΕΤΕ, το οποίο εξυπηρετείται.
-Το ΚΚΕ 8,3 εκατ. ευρώ στην ΕΤΕ και Attica Bank, τα οποία εξυπηρετούνται.
«Για την ευνοϊκή χρηματοδότηση της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ υπάρχουν πολιτικές ευθύνες, άλλωστε το σύνολο των δανείων που έχουν καταγγελθεί, είχε χορηγηθεί από την κρατική ΑΤΕ. Συνολικά επρόκειτο για δανεισμό χωρίς εγγυήσεις, με πολλαπλή εκχώρηση της κρατικής χρηματοδότησης και για διάρκεια που ξεπερνούσε την συνήθη κοινοβουλευτική περίοδο. Τυχών ποινικές ευθύνες πρέπει να διερευνηθούν από τις αρμόδιες αρχές» συμπεραίνεται.
Για το πόρισμα Καλούδη
«Πρόκειται για μια πορισματική αναφορά που υπέβαλλε ο επίκουρος Εισαγγελέας κ . Καλούδης προς τον Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος κ. Γρ. Πεπονή στις 15/03/2013. Σ’ αυτήν αναφέρει ότι θα πρέπει να ασκηθεί ποινική δίωξη κατά στελεχών τραπεζών και οικονομικών υπευθύνων πολιτικών κομμάτων, μεταξύ αυτών και του οικονομικού υπευθύνου του ΚΚΕ.
Το ΚΚΕ με απόλυτα σύννομες αποφάσεις των οικείων οργάνων της Εθνικής Τράπεζας, που έχουν επικυρωθεί επίσης απόλυτα νομότυπα από την Ανώτατη Επιτροπή πιστοδοτήσεων της Τράπεζας, είχε δανειοδοτηθεί με συμβάσεις ανοιχτού (αλληλόχρεου) λογαριασμού. Το συνολικό υπόλοιπο της οφειλής αυτής ανέρχεται σε 7.072.656 (31/10/2016).
Προς εξασφάλιση των απαιτήσεων της Τράπεζας, το ΚΚΕ είχε κάνει νομότυπη εκχώρηση της κρατικής επιχορήγησης των ετών 2011-2015. Θυμίζουμε ότι το ΚΚΕ είχε (και έχει) νομότυπα εκχωρήσει αποκλειστικά και μόνο προς την Εθνική Τράπεζα το σύνολο της ετήσιας τακτικής κρατικής επιχορήγησής του των ετών 2011-2018.
Το παραπάνω δάνειο κατά την ημερομηνία σύνταξης και υποβολής του παραπάνω πορίσματος (15/03/2013) ήταν ενήμερο και εξυπηρετείτο κανονικά.
Η Τράπεζα της Ελλάδος που είχε ελέγξει τα δάνεια των κομμάτων από πιστωτικά ιδρύματα (τράπεζες), στην από 26.04.2012 «Έκθεση Ειδικής Έρευνας», αναφερόμενη στον δανεισμό του ΚΚΕ αναφέρει μεταξύ άλλων τα κύρια χαρακτηριστικά των οικονομικών στοιχείων του ΚΚΕ, στα οποία διαλαμβάνει «τις διαρκώς αυξανόμενες εισφορές μελών, βουλευτών και φίλων», την εκμετάλλευση ακίνητης περιουσίας και το χαμηλό, όπως το χαρακτηρίζει υπόλοιπο δανεισμού και εκτιμά «ότι αυτά διασφαλίζουν την ομαλή αποπληρωμή των δανειοδοτήσεων που το ΚΚΕ έχει λάβει».
Έτσι από το περιεχόμενο της παραπάνω έκθεσης της Τράπεζας της Ελλάδος ειδικά, αλλά και γενικότερα, είναι κοινά γνωστό ότι όλες οι συναλλασσόμενες με το ΚΚΕ τράπεζες, μεταξύ των οποίων και η Εθνική Τράπεζα, γνωρίζουν πολύ καλά την ισχυρή οικονομική και όχι μόνο φερεγγυότητά του, η οποία ακόμα και υπό τις συνθήκες της εξελισσόμενης οικονομικής κρίσης, εξακολουθεί να θεωρείται σταθερή γιατί στηρίζεται στους ακατάλυτους δεσμούς που έχουν δημιουργηθεί κατά την 99χρονη ιστορική διαδρομή του, με τις εκατοντάδες χιλιάδες μέλη, φίλους, οπαδούς, οι οποίοι το ενισχύουν με οικονομικές εισφορές και δωρεές περιουσιακών στοιχείων. Κατά συνέπεια, προδήλως δεν ευσταθεί καμία υπόνοια κατά του ΚΚΕ για τη χορήγηση του δανείου από την Εθνική Τράπεζα, αφού αυτό χορηγήθηκε με πλήρη γνώση της πιστοληπτικής ικανότητας του Κόμματός μας εκ μέρους των Τραπεζών και με πλήρη διασφάλιση των συμφερόντων τους ως δανειστριών και είναι όλα ενήμερα και εξυπηρετούνται κανονικά.
‘Υστερα από τα παραπάνω, αποδεικνύεται ότι είναι εντελώς ουσιαστικά αβάσιμη η πιο πάνω αναφορά του κ. Καλούδη όσον αφορά το Κόμμα μας».