Εκδήλωση για τη συμπλήρωση 41 χρόνων από την πτώση της δικτατορίας και την αποκατάσταση της δημοκρατίας πραγματοποιήθηκε, την Παρασκευή το απόγευμα, στον προαύλιο χώρο της Βουλής. Τη συζήτηση – διάρκειας περίπου 1 ½ ώρας – συντόνισε ο Κώστας Δουζίνας, ενώ ομιλητές ήταν ο Μανώλης Γλέζος, ο Κώστας Μανταίος, η Πέπη Ρηγοπούλου και ο Σπύρος Χαλβατζής.

«Σήμερα τιμούμε εκείνους που αντιστάθηκαν με τον λόγο και με τις πράξεις τους κατά της χούντας των συνταγματαρχών, εκείνους που διώχθηκαν, βασανίστηκαν, φυλακίστηκαν, έχασαν τη ζωή ή την υγεία τους, τη σωματική τους ακεραιότητα, αλλά δεν έχασαν την ψυχή, την αγωνιστικότητα, την μαχητικότητά τους, δεν έχασαν ποτέ από τη ματιά και τον ορίζοντά τους τη δημοκρατία, δεν έχασαν ποτέ το πάθος τους για ελευθερία, ισότητα, κοινωνική και λαϊκή χειραφέτηση και συλλογική προκοπή» είπε – προλογίζοντας τη συζήτηση – η Ζωή Κωνσταντοπούλου.

«Η δημοκρατία, ως υπέρτατη αξία και ανεκτίμητο αγαθό που κατακτήθηκε μέσα από αγώνες και θυσίες, δεν είναι δεδομένη και αδιαμφισβήτητη, πρέπει να κατακτιέται μέσα από την καθημερινή μας πράξη και αντίσταση» τόνισε στη συνέχεια, με αφορμή (και) την κατάσταση αμφισβήτησης των δημοκρατικών αρχών που βιώνει σήμερα η χώρα και ο λαός μας.

«Δεν είναι τυχαίο ότι στη διάρκεια της μνημονιακής περιόδου σταμάτησε να εορτάζεται η αποκατάσταση της δημοκρατίας από την επίσημη πολιτεία στο Προεδρικό Μέγαρο, υπό το πρόσχημα της εξοικονόμησης και αποτελεί συνειδητή απόφασή μου, ως Προέδρου της Βουλής, σε αυτή τη βουλευτική περίοδο να γιορτάσουμε την επέτειο αποκατάστασης της δημοκρατίας με την παρουσία ανθρώπων που το παράδειγμά τους, η αντιστασιακή και αντιδικτατορική τους δράση, η συνέπεια και η αφοσίωσή τους στη δημοκρατία αποτελεί σημείο αναφοράς, πηγή έμπνευσης των νέων δημοκρατικών αγώνων, αλλά και παράγοντα επίρρωσης του καθήκοντός μας να αγωνιστούμε, να μην αποδεχθούμε την ήττα των αξιών, των αρχών της δημοκρατίας» κατέληξε.

«Στην πολιτική φιλοσοφία υπάρχει μία ισχύουσα άποψη, ότι εδώ και 30 χρόνια έχουμε μπει σε αυτό που ονομάζεται μεταδημοκρατική εποχή ή μεταπολιτική συνθήκη. Σε αυτή την εποχή, η πολιτική υποτάσσεται στην οικονομία, η Κυβέρνηση στην διακυβέρνηση, η δημοκρατική αντιπαράθεση στις απόψεις των εξπέρ, των τεχνοκρατών, των οικονομολόγων» σημείωσε με τη σειρά του ο Κώστας Δουζίνας, επισημαίνοντας ωστόσο ότι ο ελληνικός λαός, σε όλη την ιστορία του, έχει αντισταθεί στις ξένες και τις εσωτερικές εξουσίες, δυνάμεις και υποβολές.

Τον λόγο, στη συνέχεια, πήρε ο Μανώλης Γλέζος, ο οποίος ξεκίνησε την ομιλία του, λέγοντας ότι δεν παρευρίσκεται στην εκδήλωση για να γιορτάσει την πτώση της δικτατορίας, αλλά για να συζητήσει για την γενέθλια επανεμφάνιση της δημοκρατίας. «Στις 23 Ιουλίου 1974 προσπάθησε ο Κίσινγκερ, από μέρους των ΗΠΑ, να επιβάλλει ένα καθεστώς μετατροπής της δικτατορίας σε μια δήθεν δημοκρατία, όπως την ήθελε αυτός. Δεν το πέτυχε και η πρώτη του προσπάθεια πήγε στα χαμένα». Εκείνο τον πρώτο μεταπολιτευτικό χρόνο, σημείωσε ο κ. Γλέζος, υπήρχε μία προσπάθεια των χουντικών να διατηρήσουν τα πόστα στον στρατό, η ΥΕΝΕΔ εξακολουθούσε να είναι στα χέρια του στρατού, ενώ Πρόεδρος της Δημοκρατίας παρέμεινε ο τοποθετημένος σε αυτή τη θέση από τη χούντα, Φαίδων Γκιζίκης. Το θέμα μπλεκότανε, όμως, και επειδή μερικοί θέλανε όχι απλώς την πολιτική αποκατάσταση της δημοκρατίας, αλλά και την κοινωνική δικαιοσύνη, «πράγμα που εκείνο τον καιρό δεν ήταν ευκταίο». Έτσι η Κυβέρνηση Καραμανλή αν και ήταν εθνικής ενότητας, στην ουσία δεν είχε όλες τις δυνάμεις.

«Οι εκδηλώσεις μνήμης έχουν ιδιαίτερη σημασία και αξία όταν συνδέονται με το σήμερα» ανέφερε ο πρώην βουλευτής του ΚΚΕ, Σπύρος Χαλβατζής, εκφράζοντας τη διαφωνία του με την τοποθέτηση του Κώστα Δουζίνα ότι τρία σημαντικά γεγονότα της νεότερης ιστορίας είναι το πολυτεχνείο, οι αγανακτισμένοι και το δημοψήφισμα. «Το πολυτεχνείο ήταν μια εξέγερση λαϊκή, ήταν ένας αγώνας εργατών, φοιτητών, λαού που ήρθε ως αποτέλεσμα της ασίγαστης αντιδικτατορικής πάλης που ξεκίνησε από την επόμενη μέρα της δικτατορίας. Οι αγανακτισμένοι ήταν –ας μου επιτραπεί να το πω- μια διαμαρτυρία, χωρίς συγκεκριμένους στόχους και αιτήματα, μια χύμα κινητοποίηση που έδειχνε από μακριά σε έναν έμπειρο άνθρωπο ότι δεν πρόκειται να βγάλει πουθενά. Και σε ό,τι αφορά το δημοψήφισμα, εκτός των άλλων, ήταν ένα αποπροσανατολιστικό εγχείρημα».

Αναφερόμενος στην πτώση της χούντας, έκανε λόγο για συμβιβασμό ανάμεσα στη στρατιωτικο-φασιστική δικτατορία και τις αστικές πολιτικές δυνάμεις που πραγματοποιήθηκε με την ουσιαστική παρέμβαση των Αμερικάνων και εγκαθίδρυσε μία ταξική δημοκρατία. «Η λειτουργία της αστικής δημοκρατίας είναι στην ουσία η άλλη όψη της δικτατορίας των μονοπωλίων, των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων και αυτή η πολιτική λειτουργία του συστήματος εκφράστηκε και εκφράζεται ανεξάρτητα από το ποιο κόμμα βρίσκεται στην Κυβέρνηση, είτε ήταν η ΝΔ παλιότερα, είτε το ΠΑΣΟΚ, είτε και τα δυο μαζί, είτε σήμερα η Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ» τόνισε. «Διέξοδος υπάρχει: είναι, κατά την άποψη του ΚΚΕ, η συμμαχία της εργατικής τάξης με τα λαϊκά στρώματα, είναι η συνεχής πάλη τους για να αποκρούεται σταθερά η αντιλαϊκή, αντεργατική πολιτική».

Τη σκυτάλη πήρε ο πρόεδρος του Συνδέσμου Φυλακισθέντων και Εξορίστων Αγωνιστών της περιόδου 1967-1974 (ΣΦΕΑ), Κώστας Μανταίος, ο οποίος έπιασε το νήμα της αφήγησης από την προδικτατορική εποχή. «Παλέψαμε γιατί βλέπαμε ότι η εκτροπή ερχότανε συστηματικά, λίγο λίγο. Γνώρισα το εκλογικό πραξικόπημα το 1961, πήγα στο πανεπιστήμιο Θεσ/νίκης το 1962. Φόβος! Δεν τολμούσαμε να μπούμε στα γραφεία αριστερού κόμματος. Μεγάλη τρομοκρατία!» ανέφερε, ενώ δήλωσε περήφανος που υπήρξε μέλος της νεολαίας Λαμπράκη. «Φτάσαμε», συνέχισε, «ύστερα από μεγάλη προσπάθεια να ανατρέψουμε την ΕΡΕ, την Κυβέρνηση του Καραμανλή και ανέβηκε στα πράγματα η Ένωση Κέντρου που ήταν κάτι άλλο. Είχαμε μια δική μας άνοιξη εκείνη την περίοδο».

«Είναι η πρώτη φορά που βρίσκομαι σε οποιαδήποτε επέτειο. Και είναι η πρώτη φορά, γιατί αυτή η επέτειος γίνεται σε μια ώρα ήττας, σε μια ώρα απίστευτης απώλειας εθνικής αξιοπρέπειας και ατομικής και συλλογικής» ήταν τα εναρκτήρια λόγια της τελευταίας ομιλήτριας.

Η Πέπη Ρηγοπούλου αναφέρθηκε στους δύο χώρους που συναντιούνται στην πλατεία Συντάγματος: από τη μία το Κοινοβούλιο, του οποίου το ρόλο δοκιμάζουν να υποβαθμίσουν δυνάμεις κατοχής και δικτατορίες από την ίδρυσή του  και από την άλλη η ίδια η πλατεία, όπου ξανά και ξανά χιλιάδες άνθρωποι διαδήλωσαν, συσκέφθηκαν, τραυματίστηκαν, έδωσαν τη ζωή τους «υπερασπίζοντας την τιμή και την ίδια την ύπαρξη του» και στην ανάγκη οι δύο αυτοί χώροι να επικοινωνούν. «Το πρόβλημα της απόστασης βέβαια μεταξύ Κυβερνήσεων και λαών δεν είναι ιδιαιτερότητα ελληνική, υπάρχει σε παγκόσμιο επίπεδο και είναι και πρόβλημα διαχρονικό» σημείωσε.

Στη συνέχεια, έκανε λόγο για τη μετάλλαξη των κοινοβουλευτικών δημοκρατιών σε νεοφιλελεύθερες ολιγαρχίες,  με έντονο το στοιχείο του ναρκισσισμού: ‘αν δεν επιβεβαιώσω στον άλλον την εικόνα μου που πρέπει να ’ναι εντελώς ίδια με τη δική του, θέλω να τον σκοτώσω  και θα τον σκοτώσω’. «Όλος αυτός ο κύκλος της εξουσίας εξουθενώνει τους ίδιους τους ανθρώπους του, οι οποίοι κλείνονται πιο πολύ ακόμα μέσα της για να μπορέσουν να αντέξουν, γι’ αυτό γίνονται ακόμα πιο καταπιεστικοί και απάνθρωποι» παρατήρησε.

Τέλος, μίλησε για την διαστρέβλωση της εικόνας της χώρας μας από τα διεθνή Μ.Μ.Ε. που δημιουργεί μείζον ζήτημα λειτουργίας της δημοκρατίας. «Όσοι λοιδορούν και συκοφαντούν τους σημερινούς Έλληνες υποσκάπτουν επίσης, συνειδητά ή ασυνείδητα και το μοντέλο ή μάλλον το σπέρμα δημοκρατίας που άνθισε σε αυτό τον τόπο, στην αρχαία Ελλάδα, με την οποία από τη μια μας αρνούνται κάθε σχέση –και βέβαια δεν μπορεί να υπάρχει άμεση σχέση, πάντα υπάρχουν ρωγμές και η συνέχεια είναι πάντα μέσα από ασυνέχειες- και συγχρόνως σε φαντασιακό επίπεδο συνεχίζουν να μας συγκρίνουν μαζί τους».

Αναφερόμενη στο «μυστικό των καλών στιγμών της αθηναϊκής δημοκρατίας», είπε ότι πρόκειται για σύνθεση τριών στοιχείων:

α) της άμεσης δημοκρατίας,

β) του έλλογου σχεδιασμού των εκλεγμένων ηγετών, οι οποίοι μπορούν να προβλέψουν που πάνε τα πράγματα και να πάρουν αποφάσεις,

γ) της σχέσης με το πρόσωπο, όχι μόνο τον ηγέτη, ο οποίος ήταν αιρετός και ανακλητός, αλλά και του ανώνυμου («κι αυτή η λέξη με σκοτώνει» τόνισε η κα Ρηγοπούλου, καθώς «δεν υπάρχει κανένας άνθρωπος ανώνυμος, αλλά μέσα στην κοινωνία του θεάματος πρέπει να έχουμε όλοι αναγνωρισιμότητα, έστω κι αν είναι οι πληγές μας. Κι αυτό πρέπει κάποτε να το σπάσουμε σαν άνθρωποι και σαν πολίτες μιας ελεύθερης χώρας»), δηλαδή του (μη αναγνωρίσιμου) πολίτη, που έχει ενδιαφέρον το πώς είχε ‘παραχθεί’: «Υποθέτουμε ότι θα είχε πολεμήσει στη Σαλαμίνα ή σε κάποιες μάχες ή σε όλες, θα είχε μάθει γράμματα, απαγγέλοντας Όμηρο, θα ήταν σίγουρα θεατής του Αισχύλου και του Αριστοφάνη, θα ’χε περπατήσει στην Ακρόπολη και στην Αγορά, βεβαίως, κάτω από τα αγάλματα των τυρρανοκτόνων και σίγουρα θα είχε ψηφίσει στην Εκκλησία του Δήμου και την Ηλιαία. Με άλλα λόγια, ο άνθρωπος αυτός της βάσης, αυτός που κατά κυριολεξία έβαλε το κεφάλι του στον ντορβά για χάρη της δικαιοσύνης –γιατί ζήτησε αναθεώρηση της απόφασης της Εκκλησίας του Δήμου, η οποία σε περίπτωση απόρριψης ‘στοίχιζε’ τη ζωή του αιτούντος- ήταν προϊόν παιδείας, δηλαδή πολιτισμού» σημείωσε, καταχειροκροτούμενη για πολλοστή φορά κατά τη διάρκεια της ομιλίας της.

«Η μνήμη της απώλειας, τα προσωπικά και τα συλλογικά τραύματα δεν πρέπει να μας φοβίζουν, γιατί μόνο όταν δούμε το τραύμα και τη νόσο του σώματος και της πόλεως – που σήμερα αυτή ζούμε - έχουμε ελπίδα να κατακτήσουμε μια ίαση» κατέληξε. 

 

 

 

 

(Πρώτη δημοσίευση: inagreece.gr)

Κυριακή Παπαναστασίου
Συντάκτης: Κυριακή Παπαναστασίου Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.