Στη δημοσιότητα δόθηκε την Κυριακή επιστολή 17 κυβερνητικών βουλευτών, με την οποία ζητούν εκλογές, αφού προηγηθεί το συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ ώστε να διαμορφωθεί πρώτα πρόγραμμα που «θα ανταποκρίνεται στη νέα κατάσταση και στους προγραμματικούς και στρατηγικούς στόχους του κόμματος». Όπως παραδέχονται, στο παρελθόν «δεν υπήρξε σοβαρός κυβερνητικός σχεδιασμός εναλλακτικών δρόμων και διεξόδων», το συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ, ωστόσο, «μπορεί να μας δώσει τη δυνατότητα να επεξεργαστούμε όλοι και όλες μαζί, να προτείνουμε και να εφαρμόσουμε ένα σχέδιο απεμπλοκής για το τώρα και για το άμεσο μέλλον, καθώς και να απαντήσει σε κρίσιμα ερωτήματα που αφορούν το μέλλον της ευρωζώνης, της ευρωπαϊκής Αριστεράς, της πορείας μας από δω και μπρος».
Δεν είναι η πρώτη φορά που γίνεται παραδεκτό από μεριάς ΣΥΡΙΖΑ ότι το plan b ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτο, άρα έωλο και το όποιο plan a. Αποτελεί κοινή παραδοχή στη μετά το δημοψήφισμα εποχή τόσο για τον Πρωθυπουργό, όσο και για βουλευτές και στελέχη, ειπωμένη μάλιστα άλλοτε με προκλητική φυσικότητα, κι άλλοτε χωρίς τη δέουσα συναίσθηση των συνεπειών της. Διότι η διεκδίκηση της εξουσίας με απώτερο στόχο την ανάσχεση των συνεπειών των μνημονιακών πολιτικών, όταν μάλιστα επισπεύδεται – όπως έγινε εν προκειμένω με αφορμή την αδυναμία εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας - χωρίς την ύπαρξη της στοιχειώδους προετοιμασίας, οδηγεί τελικά στην αδυναμία επιτέλεσης του στόχου αυτού (και φυσικά αν δεν προετοιμάστηκε εναλλακτικό σχέδιο τα χρόνια που ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν αντιπολίτευση, πώς θα γίνει αυτό κατά το σύντομο χρονικό διάστημα μεταξύ του συνεδρίου και των εκλογών που θα επακολουθήσουν, όπως προτείνουν οι 17 βουλευτές στην επιστολή τους;), στον κλονισμό της εμπιστοσύνης των πολιτών, ακόμα και στην ενίσχυση των φασιστικών μορφωμάτων.
Υπάρχει όμως ένα ακόμα προβληματικό σημείο στον ΣΥΡΙΖΑ που το μεγαλύτερο κομμάτι του – π.χ. όσοι από την Κεντρική Επιτροπή στήριξαν στο πρόσφατο συνέδριο την πρόταση Τσίπρα για διεξαγωγή εκτάκτου συνεδρίου - παριστάνει πως αγνοεί: είναι η εμφανής πια μετάλλαξη σε αρχηγικό - προσωποκεντρικό κόμμα και η ολοένα και μεγαλύτερη απομάκρυνση από τις συλλογικές διαδικασίες που κάθε δημοκρατικό κόμμα οφείλει να τηρεί, ειδικά αν αυτοπροσδιορίζεται ως αριστερό. Επιλογή που πλέον δεν έχει την παραμικρή βάση δικαιολόγησης, αφού η ομολογία αποτυχίας στις διαπραγματεύσεις που διεξήγαγε η ηγετική ομάδα - χωρίς μάλιστα να παρέχει καν τη δέουσα ενημέρωση ούτε στο λαό, ούτε στο κόμμα - δημιούργησε την υποχρέωση υπαγωγής στην κρίση του δεύτερου της αξιοποίησης ή μη του αποτελέσματός της, αντί της μεταφοράς του εκβιασμού από την Ευρώπη στο εσωκομματικό πεδίο. Αν και η «λευκή επιταγή» που δόθηκε εξαρχής στον Α.Τσίπρα, χωρίς η αμφισβήτηση που ασφαλώς υπήρξε να έχει τη δυναμική που θα άρμοζε σε αριστερό κόμμα ώστε να λειτουργήσει τελικά η εσωκομματική δημοκρατία, ήταν ενδεικτική της κατάστασης στην οποία απολύτως φυσικά οδηγηθήκε το κόμμα που αποτελεί τον κύριο κορμό του κυβερνητικού συνασπισμού.
Ακόμα όμως κι αν γίνει δεκτό ότι οι εκατοντάδες βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ είπαν «ναι» στο τρίτο μνημόνιο επειδή πραγματικά έπαψαν - στη μετά το δημοψήφισμα εποχή πάντα - να πιστεύουν στην ύπαρξη εναλλακτικών ή τουλάχιστον εναλλακτικών που μπορούν να ενεργοποιηθούν άμεσα (με απολύτως συνειδητή και ελεύθερη επιλογή κι όχι «εναρμονιζόμενοι» με τις εκτιμήσεις του αρχηγού του κόμματος), το ερώτημα αν τελικά έχουν μάθει κάτι από τα λάθη τους παραμένει. Και ενδυναμώνεται κάθε φορά που δεν εναντιώνονται ανοιχτά σε επιμέρους, προφανώς λανθασμένες ενέργειες του Α. Τσίπρα, όπως για παράδειγμα την προκλητική αποχώρησή του από την αίθουσα της Ολομέλειας την ώρα που στο βήμα ανέβαινε ο τρίτος τη τάξει πολιτειακός παράγοντας, δηλαδή η Πρόεδρος της Βουλής, Ζ. Κωνσταντοπούλου που ταυτοχρόνως είναι μία από τις εκφράστριες της διαφωνίας με την προεδρική γραμμή και την οποία όφειλε συνεπώς να σεβαστεί διπλά ο Πρωθυπουργός και ως διαφωνούσα γενικότερα και ειδικότερα λόγω της αποδεδειγμένης ως τώρα συνέπειάς της, αλλά και του απολύτως συντροφικού τρόπου με τον οποίο αντιμετώπισε -παρά τη διαφωνία σε πολιτικό επίπεδο- τους εκφραστές του «ναι». (Αξίζει να σημειωθεί ότι αποχώρησαν όλα τα παρόντα μέλη της Κυβέρνησης, με εξαίρεση τον Υπουργό Υγείας Π. Κουρουμπλή και τον Υπουργό Πολιτισμού, Ν. Ξυδάκη.)
Κι αν οι βουλευτές που φέρουν τις μεγαλύτερες ευθύνες - επειδή ακριβώς ακόμα και η διεκδίκηση διακυβέρνησης συνεπάγεται αυτομάτως ανάληψη ευθυνών που εντείνονται αν ευοδωθεί - δεν μαθαίνουν εν τέλει από τα λάθη τους, ίσως επειδή αυτά δεν επιφέρουν το μεγαλύτερο κόστος σε εκείνους προσωπικά, αλλά στο ίσως ξένο γι’ αυτούς τελικά σώμα της κοινωνίας, οι πολίτες οφείλουν να αφουγκράζονται ο,τιδήποτε συμβαίνει και να μην ξεχνάνε τίποτα. Και δεν θα ξεχάσουν…
(Πρώτη δημοσίευση: inagreece.gr)