Το κείμενο αυτό, ξεκίνησε να γράφεται 4 φορές το προηγούμενο 24ωρο: οι εξελίξεις, έρχονταν κάθε φορά να ανατρέψουν τα όσα είχαν μέχρι τότε γραφεί, κι η συναισθηματική φόρτιση (από τη θλίψη στην ντροπή, απ' την ντροπή στην οργή, απ' την οργή στην κατάθλιψη κ.ο.κ.) καθόλου δεν βοηθούσε τη συγγραφή.

Ένα μόνο έμενε σταθερό κάθε φορά που το κείμενο ετούτο άλλαζε μορφή: ο τίτλος του. Ίσως επειδή τίποτε δεν θα μπορούσε να περιγράψει με περισσότερη ακρίβεια το τι συνέβη στη χώρα τις μέρες που κύλησαν απ' το απόγευμα της Πέμπτης 9 Ιουλίου μέχρι τις 10 και κάτι σήμερα (Δευτέρα 13 Ιουλίου 2015) το πρωί.

Το «μια κατάφαση» βεβαίως ίσως να μην αποδίδει με τον δέοντα ρεαλισμό το εύρος της κατάφασης αυτής: το «ταπεινωτική» ή ίσως – ακόμη καλύτερα! – το «επαίσχυντη» θα ήταν χωρίς αμφιβολία ακριβέστερα στην περιγραφή της κατάφασης αυτής. Σε κάθε περίπτωση, η προαναφερθείσα «κατάφαση» είναι από σήμερα το πρωί γεγονός, κι είναι ακριβώς τα γεγονότα που καλούμαστε να επιχειρήσουμε να αναλύσουμε.

Πώς φτάσαμε απ' τη διπλή άρνηση – η πρώτη στις 25 Ιανουαρίου, η δεύτερη λίγες μόνο μέρες πριν, στις 5 Ιουλίου – στην κατάφαση; Πώς έγιναν «ναι» (ή, αν προτιμάτε, «ja wohl mein general»: ίσως θα πρέπει να τη μάθουμε καλά αυτή τη γλώσσα από δω και μπρος) δυο ξεκάθαρα «όχι»; Η απάντηση, εξαρτάται (πάντα!) απ' το ερώτημα στο οποίο απαντά. Κι ο ασφαλέστερος τρόπος να δώσεις μια κατά το δοκούν ερμηνεία σε μια απάντηση, είναι να φροντίζεις να μην είναι (ποτέ!) τελεσίδικα σαφές το ερώτημα.

Τελεσίδικα σαφές, στη διατύπωση: διότι πεντακάθαρο ήταν για τους πολίτες της χώρας το ερώτημα στο οποίο απάντησαν και τις δυο φορές. Κι ήταν περίπου το ίδιο, και τις δυο φορές, αν και δεν εκφράστηκε με την ίδια ένταση, ούτε και με την ίδια γενναιότητα η απάντηση την πρώτη και τη δεύτερη φορά. Οι πολίτες (εκείνοι τουλάχιστον που καλούνται, πέντε χρόνια τώρα, να πληρώνουν και να ξαναπληρώνουν την «κρίση στις αγορές»: γιατί ΔΕΝ ήταν ίδιες οι συνέπειες της «κρίσης» για όλους) στείλανε δυο φορές μέσα σε κάτι περισσότερο από ένα πεντάμηνο το μήνυμα (και συνάμα, την εντολή!) πως δεν αντέχεται άλλο η λιτότητα, κι είχαν (μέχρι το απόγευμα της περασμένης Πέμπτης) την αίσθηση πως η εντολή τους αυτή, βρίσκεται σε σίγουρα χέρια. Με το ερώτημα ωστόσο να μην είναι απόλυτα σαφές στη διατύπωσή του, η ερμηνεία της λαϊκής βούλησης αποδεικνύεται στην πράξη θέμα οπτικής και «συγκυρίας».

Για να μείνουμε στα γεγονότα, είναι μάλλον απ' όλους αποδεκτό πως η πρώτη άρνηση (εκείνη του Γενάρη) σαφώς και δεν εμπεριείχε εντολή ρήξης: ίσως γιατί η συντριπτική πλειοψηφία δεν θεωρούσε τη ρήξη πιθανή. Όταν ωστόσο η λέξη «ρήξη» άρχισε να έρχεται (πολύ γρήγορα) στο προσκήνιο, τα σχεδόν απόλυτα δημοσκοπικά ποσοστά συστράτευσης των πολιτών με την κυβέρνηση (κι οι μεγάλες συγκεντρώσεις στήριξης στην κυβέρνηση την αρχική περίοδο της διαπραγμάτευσης) έδειξαν με αρκετή σαφήνεια πως «ο κόσμος» (ως είθισται να αποκαλούνται συλλήβδην οι μη προνομιούχοι) προτιμούσε τη ρήξη αυτή (κι ας μην ήταν σίγουρος σε τι ακριβώς αντιστοιχεί) απ' τη συνέχιση των ίδιων πολιτικών εξοντωτικής λιτότητας.

Στη δεύτερη, απείρως μεγαλύτερη και αναμφίβολα πιο γενναία άρνησή του όμως λίγες μέρες πριν, ο προαναφερθείς «κόσμος» (σ.σ.: ο καλούμενος και «λαουτζίκος» από αρκετούς εκ των υποστηρικτών του «Μένουμε Ευρώπη»), όσο κι αν θέλουν κάποιοι να το κρύψουν κάτω απ' το χαλί, ήξερε! Ήξερε, ή τουλάχιστον υποψιαζόταν καθαρά πως προφέροντας το «όχι», ρισκάριζε πολλά: ακόμη κι αυτό το «ισχυρό νόμισμα», που 13 χρόνια πριν προσφερόταν ως η λύση για όλα του τα προβλήματα. Αν στα κομματικά επιτελεία δυσκολεύτηκαν να αποκρυπτογραφήσουν τη λαϊκή βούληση, στους ανθρώπους που γύριζαν στους δρόμους ολόκληρη εκείνη την «εβδομάδα της κόλασης» και στους δημοσιογράφους εκείνους που δεν ψάχνανε αγανακτισμένους στις ουρές στα ΑΤΜ και συνομιλούσαν με τους «απλούς» – εκείνους που στις ερμηνείες της λέξης στα διάφορα λεξικά ορίζονται και ως «απλοϊκοί» – γινόταν εύκολα σαφές πως οι υποστηρικτές του «όχι» γνώριζαν ότι η απάντησή τους ίσως τους οδηγούσε σε grexit, μα ήταν ένα ρίσκο που ήταν πρόθυμοι να το πάρουν. Ίσως επειδή τη συνέχιση μιας φονικής λιτότητας, δεν τη θεωρούσαν καν εναλλακτική: ως δεδομένο θάνατο την αντιμετώπιζαν.

Εδώ, νομοτελειακά, μπαίνει το μέγα ερώτημα: ήταν σαφείς στον μέσο πολίτη οι συνέπειες ενός grexit; Γιατί, ήταν μήπως σαφείς στους υπέρμαχους του «με κάθε θυσία στο ευρώ»; Για αχαρτογράφητα νερά επρόκειτο, και, το πρόβλημα με τα αχαρτογράφητα νερά, είναι ακριβώς το ότι για να χαρτογραφηθούν, κάποιος θα πρέπει πρώτα να πάρει το ρίσκο να πλεύσει σ' αυτά. Πιθανότατα πάντως, οι αναλυτές εκείνοι που παρουσίασαν το grexit ως την απόλυτη καταστροφή (με αρκούντως γλαφυρές εικόνες παιδιών που θα ζητιανεύουν φαγητό, ασθενών που θα πεθαίνουν έξω απ' τα νοσοκομεία, αστέγων που θα κοιμούνται στους δρόμους κ.λπ.) έχουν μια κάποια βάση: την ίδια που έχουν και οι περί του αντιθέτου αναλύσεις, που παρουσιάζουν την Ισλανδία ως το αντίπαλο δέος στην κρίση της λιτότητας. Μια Ισλανδία που, αντιμετωπίζοντας το ίδιο πρόβλημα ρευστότητας, προτίμησε να θυσιάσει, αντί για τους πολίτες, τις τράπεζες. Είναι βεβαίως γεγονός πως η Ισλανδία, δεν ήταν ενταγμένη σ' ένα ενιαίο και «ισχυρό» νόμισμα, συνεπώς δεν έπρεπε να αντιμετωπίσει ένα capital control αλλάζοντας ταυτόχρονα το νόμισμά της. Είναι επίσης γεγονός πως ήδη πέντε χρόνια τώρα, χωρίς το «ξορκισμένο» grexit, έξω απ' τα νοσοκομεία πεθαίνουν ανασφάλιστοι (και συχνά-πυκνά, και ασφαλισμένοι, εντός των νοσοκομείων, από έλλειψη φαρμάκων, υλικών για χειρουργεία κ.λπ.), παιδιά κι ενήλικες ζητιανεύουν μια μπουκιά ψωμί ή βουτάνε στους σκουπιδοτενεκέδες αναζητώντας τροφή, και άνθρωποι κοιμούνται στους δρόμους και πεθαίνουν απ' το κρύο ή απ' τις αναθυμιάσεις των μαγκαλιών, την ίδια ώρα που κάποιοι άλλοι πραγματοποιούν «αισθητικές παρεμβάσεις αναβάθμισης» ντύνοντας με... πουλόβερ τα δέντρα στην πλατεία Συντάγματος.

Ίσως το δεύτερο ερώτημα που θα 'πρεπε εδώ να τεθεί, αφορά το αν η υπογραφή στο νέο μνημόνιο (ή «συμφωνία σωτηρίας της χώρας»· ή ό,τι άλλο νομίζετε), στερείται ή όχι συνταγματικότητας (με δεδομένο μάλιστα πως οι αποφάσεις των δημοψηφισμάτων ΕΙΝΑΙ δεσμευτικές για την – όποια – κυβέρνηση), μα δεν θα επιμείνουμε σ' αυτό: έτσι κι αλλιώς, ο «πολύς» κ. Βενιζέλος (που πιθανώς σε ελάχιστες μέρες θα συγκαταλέγεται στην κυβερνητική πλειοψηφία) θα το μεταφράσει όπως εκείνος νομίζει, και θα πασάρει το «σκονάκι» στους (παντός καιρού!) κυβερνητικούς χειροκροτητές για να το μεταφέρουν στο «πόπολο». Αντί της συνταγματικότητας συνεπώς, θα εστιάσουμε στο κεφάλαιο που αφορά τις εναλλακτικές: είχε ή όχι άλλες λύσεις απ' την υπογραφή των «φρικαλεοτήτων» και την ταπείνωση η κυβέρνηση;

Οι οπαδοί του ψυχρού «ρεαλισμού» θα απαντήσουν εδώ, χωρίς δισταγμό, όχι. «Ή το μνημόνιο της ντροπής ή το grexit» θα συμπληρώσουν, αφήνοντας βεβαίως με την απορία εκείνους που μελέτησαν με τη δέουσα προσοχή τη συνθήκη της νομισματικής ενοποίησης να διερωτώνται πώς ακριβώς το grexit αυτό θα μπορούσε να επιβληθεί διά της βίας, ιδίως αν δεν το ζητούσε, εθελοντικά, το προς έξωση απ' το κοινό νόμισμα μέλος (κι ακόμη και σ' αυτή την περίπτωση, δεν θα ήταν τόσο απλό!). Σαφέστατα, οι «εταίροι» θα μπορούσαν να εντείνουν την οικονομική ασφυξία. Σαφέστατα επίσης, θα μπορούσαν να κάνουν άμεσα απαιτητά τα δάνεια που παραχώρησαν στους «τεμπέληδες έλληνες». Ομοίως σαφέστατα βεβαίως, θα μπορούσε κι η κυβέρνηση να προχωρήσει σε άμεση εθνικοποίηση των τραπεζών, σε άμεση αντικατάσταση του προέδρου της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Στουρνάρα (που κάποιοι, τον θέλουν να προβάρει το κοστούμι του πρωθυπουργού) και στη συνέχεια, εκμεταλλευόμενη τα πορίσματα της Επιτροπής Αλήθειας για το δημόσιο χρέος, να προχωρήσει στη μονομερή του διαγραφή. Δεδομένο πως, σε τέτοια περίπτωση, θα βρισκόταν αυτόματα εκτός αγορών, αλλά... μήπως σήμερα είναι στις αγορές η χώρα μας; Η κυβέρνηση, προέκρινε την πρώτη λύση: εκείνη του ταπεινωτικού μνημονίου. Το αν επέλεξε σωστά, προφανώς, θα φανεί στην πορεία. Αν ωστόσο η πορεία δείξει πως προτίμησε τη λανθασμένη επιλογή, τότε πολύ δύσκολα θα μπορέσει να ξαναβάλει το θέμα του grexit στο τραπέζι: καταλληλότερες συνθήκες απ' τις υπάρχουσες για τη συγκεκριμένη επιλογή, δύσκολα θα μπορέσουν ξανά να δημιουργηθούν.

Το τρίτο ερώτημα, το είχαμε θέσει λίγες μέρες πριν, σε άλλο άρθρο μας, σημειώνοντας παράλληλα πως «μόνο η ελληνική κυβέρνηση είναι σε θέση να το απαντήσει». Ποιο το ερώτημα αυτό; «Ένας άλλος δρόμος, είναι τελικά εφικτός;». Κρίνοντας απ' τη συμφωνία που υπεγράφη, η κυβερνητική απάντηση (ασχέτως αν την επέλεξε η ίδια ή της την επέβαλαν) είναι ξεκάθαρα αρνητική. Κι αυτή η μοναδική άρνηση που προκύπτει απ' τη μετατροπή δυο αρνήσεων σε μια κατάφαση είναι που δημιουργεί τη δεδομένη χρονική στιγμή το μεγαλύτερο πρόβλημα, και καθιστά σαφές πως το νέο «πρόγραμμα διάσωσης» σε καμιά διάσωση δεν πρόκειται να οδηγήσει.

Γιατί; Όχι επειδή είναι δολοφονικά σκληρό, ούτε επειδή, για να το φέρουμε σε πέρας, θα χρειαστεί να ξεπουληθούν τα απομεινάρια της δημόσιας περιουσίας. Η βασική αιτία, είναι πως με τις υπογραφές που μπήκαν σήμερα το πρωί, χάθηκε για πάντα η – όποια – προοπτική, αυτή η ίδια η ελπίδα. Μια ελπίδα που, πέντε χρόνια τώρα, ο μέσος μη προνομιούχος πολίτης έτρεφε μέσα του σφίγγοντας τα δόντια, ατενίζοντας – κάπου μακριά – αυτόν τον άλλο κόσμο, τον διαφορετικό, όπου οι άνθρωποι, θα μετράνε περισσότερο απ' τα κέρδη. Τώρα, θα πρέπει να αρκεστεί μόνο στο καθημερινό, ξερό κομμάτι ψωμί. Και δεν είναι ο Κάρολος Μαρξ εκείνος που είπε, μερικές χιλιάδες χρόνια πριν, πως «ουκ επ' άρτω μόνο ζήσεται ο άνθρωπος». Σκέτος, ξερός άρτος: χωρίς καν «θεάματα». Πόσο μπορεί να ζήσει ο άνθρωπος, μ' ένα καθημερινό ξεροκόμματο; Και... πού μπορεί να φτάσει (και βεβαίως: για πόσο καιρό!) μόνο για ένα κομμάτι ψωμί;

Υπάρχει και τέταρτο ερώτημα, κι αυτό, αφορά τους ευρωπαίους νεοναζί: τόσο τους εγχώριους όσο και τους εκτός ελληνικών συνόρων ευρισκομένους. Παρατηρώντας με μια στοιχειώδη προσοχή τη στάση ελλήνων, γάλλων και φινλανδών νεοναζί σε όλη τη διάρκεια της ελληνικής κρίσης, ακόμη και οι λιγότερο «υποψιασμένοι» άνετα μπορούν να διακρίνουν έναν κοινό στόχο, που κατ' επέκταση υπηρετεί ένα κοινό σχέδιο. Οι – τόσο αυτάρεσκα ταμπουρωμένοι πίσω απ' την (πραγματική ή στα χαρτιά; αδιάφορο) οικονομική ισχύ τους – ευρωπαίοι «εταίροι» μας, δεν το διακρίνουν το σχέδιο αυτό; Ή δεν θέλουν να το διακρίνουν, ενθυμούμενοι τα τεράστια κέρδη των ανά των πλανήτη «τραστ» (οι «πολυεθνικές», ήταν τότε άγνωστη λέξη) κατά τη διάρκεια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου; Αλλά αυτό είναι μια άλλη συζήτηση, που θα την κάνουμε προσεχώς...

(Πρώτη δημοσίευση: inagreece.gr)

Ι. Δ. Σαμπανίκος
Συντάκτης: Ι. Δ. Σαμπανίκος Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.