Για πολλά χρόνια μετά την άφιξή του στη χώρα μας, το 1889, το ηλεκτρικό ρεύμα αποτελούσε ένα αγαθό πολυτελείας, προσβάσιμο αρχικά στα ανάκτορα και το ιστορικό κέντρο της πρωτεύουσας και στη συνέχεια, μέσω πολυεθνικών εταιριών ηλεκτρισμού που έκαναν την εμφάνισή τους στην ελληνική επικράτεια, στις άλλες μεγάλες πόλεις. Στις πιο απόμακρες περιοχές, που ήταν ασύμφορο για τις μεγάλες εταιρίες να κατασκευάσουν μονάδες παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος, την ηλεκτροδότηση ανέλαβαν ιδιώτες ή δημοτικές και κοινοτικές αρχές κατασκευάζοντας μικρά εργοστάσια.
Όταν το 1950 ιδρύθηκε η ΔΕΗ υπήρχαν 385 εταιρείες, από τις οποίες οι 327 ιδιωτικές (263 με απλή άδεια, 54 με προνομιακή άδεια και 10 χωρίς καθόλου άδεια) και οι 58 δημοτικές ή κοινοτικές. Η κατάτμηση αυτή της παραγωγής, σε συνδυασμό με τα εισαγόμενα καύσιμα, εξωθούσε την τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος στα ύψη (τριπλάσιες ή και πενταπλάσιες τιμές απ’ αυτές που ίσχυαν στις ευρωπαϊκές χώρες).
Η εθνικοποίηση της παραγωγής και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας με τη σύσταση της ΔΕΗ, η οποία από το 1956 ανέλαβε επιπλέον την εξαγορά όλων των ιδιωτικών και δημοτικών επιχειρήσεων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, οδήγησε τελικά ως το 1970 στη δημιουργία ενός εθνικού δικτύου ηλεκτροδότησης της χώρας που προσέφερε ισότιμα στο σύνολο του ελληνικού πληθυσμού - από τα μικρά ακριτικά νησιά ως τους πιο απόμακρους οικισμούς της ορεινής Ελλάδας – ηλεκτρικό ρεύμα.
Χρονιά - σταθμός για το ‘σπάσιμο’ του κρατικού μονοπωλίου στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας αποτέλεσε το 1992, όταν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρότεινε επισήμως το πρώτο πακέτο Οδηγιών που κινείτο στην κατεύθυνση της δημιουργίας ανταγωνιστικών αγορών ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου στην Ευρώπη. Το νομικό ‘πάτημα’ της πρότασης ήταν η Συνθήκη της Ρώμης και ειδικότερα το κομμάτι της που αναφερόταν στο Δίκαιο του Ανταγωνισμού, καθώς και η ανάγκη ολοκλήρωσης της Ευρωπαϊκής Εσωτερικής Αγοράς στο κομμάτι της ενέργειας.
Ακολούθησε η πρώτη δέσμη νομοθετικών μέτρων για τη δημιουργία της εσωτερικής αγοράς ενέργειας, δηλαδή η Οδηγία 96/92/ΕΚ περί κοινών κανόνων. Οι υποχρεώσεις που συνεπαγόταν για τα κράτη - μέλη ήταν οι εξής:
- Απελευθέρωση της παραγωγής ηλεκτρισμού με την κατάργηση των αποκλειστικών δικαιωμάτων και θέσπιση ενός συστήματος διαγωνισμών ή αδειοδοτήσεων για την κατασκευή νέων μονάδων ηλεκτροπαραγωγής, κάτω από συνθήκες αντικειμενικότητας, διαφάνειας και αμεροληψίας.
– Ορισμός ανεξάρτητου φορέα χορήγησης αδειών λειτουργίας και εποπτείας της αγοράς ενέργειας
- Καθιέρωση της τήρησης στην εσωτερική λογιστική των κάθετα ολοκληρωμένων επιχειρήσεων χωριστών λογαριασμών για τις δραστηριότητες παραγωγής, μεταφοράς και διανομής, βάσει συγκρίσιμων ορισμών αυτών των δραστηριοτήτων και έκδοση ισολογισμών και οικονομικών αποτελεσμάτων χρήσεως για κάθε ξεχωριστή λειτουργία σαν να ήταν ξεχωριστές επιχειρήσεις.
– Ορισμός ενός ανεξάρτητου φορέα διαχείρισης του συστήματος μεταφοράς, ανεξάρτητου από τυχόν δραστηριότητες παραγωγής και διανομής, για την κατανομή του ηλεκτρικού φορτίου μεταξύ των εργοστασίων ηλεκτροπαραγωγής, με αντικειμενικά και αμερόληπτα κριτήρια, κυρίως οικονομικά αλλά και ασφάλειας και αξιοπιστίας.
- Δημιουργία μηχανισμών για να αποφευχθεί κάθε κατάχρηση δεσπόζουσας μονοπωλιακής θέσης στην εσωτερική αγορά.
Την ίδια χρονιά (1996), η Κυβέρνηση Σημίτη ψηφίζει στην ελληνική Βουλή τον Νόμο 2414/96, με τίτλο «Εκσυγχρονισμός των ΔΕΚΟ», δια του οποίου - και των Προεδρικών Διαταγμάτων 64/1997 και 333/2000 που ακολούθησαν – η ΔΕΗ μετατράπηκε σε ανώνυμη εταιρία - υπαγόμενη στο ν. 2190/1920 (περί ανωνύμων εταιριών) - με αποκλειστικό μέτοχο το ελληνικό Δημόσιο. Τη χαριστική βολή όμως έφερε ο εφαρμοστικός της οδηγίας 96/92/ΕΚ - που αναλύσαμε παραπάνω - Νόμος 2773/1999 (επί Κυβέρνησης Σημίτη επίσης), με βάση τον οποίο το ελληνικό Δημόσιο δεν κατέχει πια ολόκληρη την εταιρεία, αλλά το 51% τουλάχιστον του μετοχικού κεφαλαίου της και το υπόλοιπο εκάστοτε κεφάλαιο (που δεν μπορεί να υπερβαίνει το 49%) καλύπτεται από κατόχους άδειας παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας των οποίων οι μονάδες παραγωγής συνδέονται στο σύστημα.
Ο νόμος 2773/1999 σηματοδότησε τη μετατροπή του μονοπωλιακού καθεστώτος σε καθεστώς ελεύθερου ανταγωνισμού, αφού στις κύριες ρυθμίσεις του περιλαμβάνονται:
– Η σύσταση ανεξάρτητης διοικητικής αρχής με την επωνυμία «Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας» (ΡΑΕ) , η οποία παρακολουθεί και ελέγχει τη λειτουργία της αγοράς ενέργειας και εισηγείται στα αρμόδια όργανα τη λήψη των αναγκαίων μέτρων για την τήρηση των κανόνων του ανταγωνισμού και την προστασία των καταναλωτών.
– Η άσκηση δραστηριότητας ηλεκτρικής ενέργειας από επιχειρήσεις, κατόπιν προηγούμενης άδειας από τον Υπουργό Ανάπτυξης, ύστερα από γνωμοδότηση της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας.
– Η διάκριση του τομέα ηλεκτρικής ενέργειας σε δραστηριότητες παραγωγής, μεταφοράς, διανομής και προμήθειας και η υποχρέωση της ΔΕΗ να διατηρεί ως καθετοποιημένη επιχείρηση ξεχωριστούς λογαριασμούς για τις δραστηριότητες αυτές.
– Η σύσταση ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «Διαχειριστής ελληνικού συστήματος μεταφοράς ενέργειας Α.Ε.» (ΔΕΣΜΗΕ Α.Ε.). Πρόκειται για την εταιρεία που διαχειρίζεται το Ελληνικό Σύστημα Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας.
- Η κυριότητα και διαχείριση του Δικτύου Διανομής Ηλεκτρικής Ενέργειας εξακολουθεί να ανήκει κατ’ αποκλειστικότητα στη ΔΕΗ.
Το 2003, ο νόμος 2773/99 τροποποιήθηκε με τον Ν. 3175, στη κατεύθυνση πάντα της απελευθερωμένης ελληνικής αγοράς, ενώ η οδηγία 2003/54/ΕΚ - η οποία δεν διέφερε στις διατάξεις της σε σχέση με την προηγούμενη - όρισε αυστηρά χρονικά περιθώρια για την εφαρμογή της. Ειδικότερα, υποχρέωνε τα κράτη μέλη από την 1η Ιουλίου 2004 να παρέχουν τη δυνατότητα επιλογής προμηθευτή σε όλους τους καταναλωτές, πλήν των οικιακών και από την 1η Ιουλίου του 2007 σε όλους ανεξαιρέτως.
Κάπως έτσι η δραστηριοποίηση των ιδιωτών παραγωγών στην ηλεκτροπαραγωγή που από το 1994 και μετά περιοριζόταν στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (αυτοπαραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας-Ν. 2244/94), επί Κυβερνήσεων Σημίτη και υπό την πίεση ενσωμάτωσης της κοινοτικής νομοθεσίας στην ελληνική έννομη τάξη, έγινε ο κανόνας που δύναται να εφαρμοστεί, καθώς πλέον οι νόμοι επιτρέπουν τη δραστηριοποίηση στην αγορά ανεξάρτητων παραγωγών και προμηθευτών, ανατρέποντας το κρατικό μονοπώλιο της ΔΕΗ και γυρνώντας μας, από νομική άποψη, στα χρόνια που προηγήθηκαν της σύστασης της, τότε που στη χώρα μας συνυπήρχαν στον τομέα της ενέργειας δημοτικές ή κοινοτικές εταιρίες με ιδιωτικές πάσης φύσεως, πολυεθνικές και μικρότερες.
Στην πράξη βέβαια η Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού Α.Ε. εξακολουθεί να είναι η μεγαλύτερη εταιρία παραγωγής και προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα, με περίπου 7,4 εκατομμύρια πελάτες, ενώ μετά την απόσχιση των κλαδων Μεταφοράς και Διανομής, διαθέτει δύο 100% θυγατρικές εταιρείες, τον ΑΔΜΗΕ Α.Ε. (Ανεξάρτητος Διαχειριστής Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας Α.Ε.) και τον ΔΕΔΔΗΕ Α.Ε. (Διαχειριστής Ελληνικού Δικτύου Διανομής Ηλεκτρικής Ενέργειας Α.Ε.). Θυγατρική της είναι ακόμα και η ΔΕΗ Ανανεώσιμες, η πρώτη εταιρεία στην Ελλάδα που από το 1982 δραστηριοποιήθηκε στον τομέα των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, κατέχοντας σχεδόν το 10% της αγοράς.
Εκτός από τη ΔΕΗ Α.Ε., δεκάδες ακόμα εταιρείες έχουν λάβει Άδεια Προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας. Οι περισσότερες από αυτές δραστηριοποιούνται στην Εμπορία ηλεκτρικής ενέργειας (εισαγωγές), παρά στην Προμήθεια της λιανικής αγοράς. Μάλιστα, οι μεγαλύτερες ιδιωτικές εταιρείες ηλεκτρικής ενέργειας (ELPEDISON ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ Α.Ε., ΚΟΡΙΝΘΟΣ POWER Α.Ε., ΗΡΩΝ ΙΙ Α.Ε., ΑΛΟΥΜΙΝΙΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Β.Ε.Α.Ε., ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΠΕΤΡΕΛΑΙΑ Α.Ε., MOTOR OIL HELLAS A.E. και PROTERGIA ΑΕ.) έχουν προχωρήσει στη σύσταση συνδέσμου με βασικό στόχο «την προώθηση και διαχείριση θεμάτων παραγωγής και διάθεσης αξιόπιστης, οικονομικής και φιλικής προς το περιβάλλον ηλεκτρικής ενέργειας, αλλά και την απελευθέρωση της αγοράς όλων των ενεργειακών πρώτων υλών».
Υπενθυμίζεται ότι δύο από τις εταιρίες που στο παρελθόν συμπεριλαμβάνονταν στον κατάλογο των προμηθευτών, η Energa και η HellasPower, εμπλέκονται σε οικονομικό σκάνδαλο που βρίσκεται υπό δικαστική διερεύνηση, αφού η ιδιοποίηση από τους ιδιοκτήτες τους του τέλους ακινήτων που είχε εισπραχθεί από τους πελάτες προκάλεσε ζημία 257 εκατομμυρίων ευρώ στο ελληνικό Δημόσιο. Το ζήτημα έχει εκφράσει την επιθυμία να θέσει προς συζήτηση ενώπιον της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας, η Πρόεδρός της, Ζωή Κωνσταντοπούλου, όπως αποκάλυψε σε πρόσφατη συνεδρίαση που έγινε για τον διορισμό της νέας διοίκησης της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας (ΡΑΕ).
Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα θα είναι κάθε εξέλιξη από δω και πέρα πάνω στο συγκεκριμένο ζήτημα της απελευθέρωσης (ή μη) της ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς οι θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ γενικότερα, αλλά και του Υπουργού Παραγωγικής Ανασυγκρότησης, Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Παναγιώτη Λαφαζάνη ειδικότερα είναι γνωστές και αντικρουόμενες τόσο με τη γενικότερη φιλοσοφία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όσο και με τα ως τώρα πεπραγμένα των προηγούμενων Κυβερνήσεων. Υπό αυτή τη σκοπιά, έκπληξη θα προκαλέσει η έναρξη σύγκλισης των απόψεων των δύο πλευρών - σε θεωρητικό ή πρακτικό επίπεδο - και όχι δηλώσεις σαν αυτή που έκανε πριν λίγες μέρες κατά τη διάρκεια συζήτησης για την ενεργειακή ασφάλεια στην ΕΕ η ευρωβουλευτής της ΝΔ, Μαρία Σπυράκη για την αναγκαιότητα …συμμόρφωσης της ελληνικής Κυβέρνησης και την παύση της άρνησης «μερικής αποκρατικοποίησης της ΔΕΗ». Και φυσικά ακόμα περισσότερο ενδιαφέρον θα είναι το αντικατόπτρισμα της ματιάς μας στην καθημερινή ζωή που θα διαμορφώσουν οι πολιτικές που τελικά θα εφαρμοστούν: Θα έχει φως – κυριολεκτικά και μεταφορικά - για τους οικονομικά αδύναμους συμπολίτες μας ή θα εξακολουθήσει το ρεύμα να είναι ακόμα για κάποιους - και μάλιστα τρομακτικά πολλούς - «αγαθό πολυτελείας» που είτε αδυνατούν, είτε δυσκολεύονται πολύ να πληρώσουν;
(Πρώτη δημοσίευση: inagreece.gr)