Τις πασχαλινές μου διακοπές τις πέρασα πολύ όμορφα. Μα πάρα πολύ όμορφα! Ήδη ενάμιση μήνα πριν να μπούμε στο αυτοκίνητο για να ξεκινήσουμε για το χωριό, με την οικογένειά μου ξεκινήσαμε να παίζουμε το «Κυνήγι του θησαυρού». Κάθε μέρα ο μπαμπάς και η μαμά ξεκινούσαν για τη δουλειά και αφού εργάζονταν 14 ώρες την ημέρα ο καθένας («μερική απασχόληση» τη λένε τη δουλειά τους) γύριζαν σπίτι και μετρούσαμε μαζί τα ψιλά που πέφτανε από τις τσέπες τους όταν τίναζαν τα ρούχα τους. Η χαρά μας κάθε φορά που βρίσκαμε νόμισμα των 50 λεπτών ήταν πολύ μεγάλη. Μια φορά μάλιστα από την τσέπη της μαμάς έπεσε ολόκληρο ευρώ και εκεί όλοι μας φωνάξαμε «ζήτω!». Τις πιο πολλές φορές πάντως βρίσκαμε πεντάλεπτα και δεκάλεπτα, μα όλα πήγαιναν στον κουμπαρά που έγραφε «Πάσχα στο χωριό».
Με τον κουμπαρά μισογεμάτο ξεκινήσαμε τη Μ. Παρασκευή. Το προηγούμενο βράδυ ο μπαμπάς είχε πουλήσει δυο λίτρα αίμα και ένα νεφρό (μας είπε ότι δεν πειράζει, διότι έχει κι άλλο) κι έτσι χαρούμενοι μπήκαμε στο αυτοκίνητο (που είχε να κουνηθεί από το περασμένο Πάσχα) και βγήκαμε στην εθνική. Η οποία πλέον δεν λέγεται εθνική, μα «αυτοκινητόδρομος», και τη φροντίζει ένας καλός κύριος που λέγεται «επενδυτής» και επειδή τη φροντίζει εμείς τον πληρώνουμε για να μας αφήνει να περνάμε. Η κίνηση ήταν μεγάλη και τροχαία δεν είδαμε πουθενά, μα ο μπαμπάς μάς είπε ότι η αστυνομία δεν προλαβαίνει να βγει στους δρόμους και να ρυθμίσει την κίνηση γιατί τώρα το Πάσχα πάνε οι βουλευτές στα χωριά τους και πρέπει να τους προσέχει, κι όσοι δεν προσέχουν βουλευτές προσέχουν ένα σπίτι που λέγεται «Μέγαρο Μαξίμου».
Όταν φτάσαμε στο χωριό ξεφορτώσαμε τα τρόφιμα του τριημέρου, για τα οποία ξοδέψαμε τον μισό κουμπαρά (σ.σ.: τον άλλο μισό τον είχαμε για τη βενζίνη και τα διόδια). Το αρνάκι εμένα μου έμοιαζε με σκυλί και το είπα του μπαμπά, μα εκείνος μου είπε ότι έτσι είναι τα αρνάκια τώρα και δεν πειράζει που έχει σουβλερά δόντια και μακριά ουρά. Μετά πήγαμε βόλτα στην πλατεία, μου πήρανε κι ένα γλειφιτζούρι και μετά χαρούμενοι γυρίσαμε στο σπίτι της γιαγιάς. Το Μ. Σάββατο την περισσότερη ώρα βλέπαμε φίλους και συγγενείς και ο μπαμπάς και η μαμά συζητούσαν μαζί τους για την «οικονομική κατάσταση». Μετά μαγειρέψαμε τη μαγειρίτσα, πήραμε τις λαμπάδες (που εμένα μου φάνηκαν κεριά, αλλά πάλι ο μπαμπάς μού είπε ότι έτσι είναι οι λαμπάδες τώρα) και βγήκαμε να κάνουμε Ανάσταση. Εγώ ήθελα γλειφιτζούρι, αλλά μου είπαν ότι δεν κάνει κι ότι αν είμαι καλό παιδί κι αν είναι ανοιχτό το μπακάλικο του κυρ-Κώστα την ημέρα του Πάσχα θα μου πάρουν τότε. Γυρίσαμε, φάγαμε τη μαγειρίτσα και κοιμηθήκαμε.
Την Κυριακή του Πάσχα ψήσαμε το αρνί, ανοίξαμε και δυο μπύρες και μισό κιλό ρετσίνα και η γιαγιά μού έδωσε ένα κουλούρι κι ένα αυγό. Εγώ ήθελα πορτοκαλάδα, αλλά η μαμά μού είπε ότι είχαμε μόνο μία και ήταν για κανέναν επισκέπτη. Ευτυχώς κανείς επισκέπτης δεν ήθελε πορτοκαλάδα κι έτσι την ήπια εγώ και ήταν πολύ ωραία! Φάγαμε, κοιμηθήκαμε, και το απόγευμα που ξυπνήσαμε βγήκαμε πάλι βόλτα στην πλατεία και περάσαμε πολύ ωραία.
Τη Δευτέρα το μεσημέρι ξεκινήσαμε να γυρίσουμε στην Αθήνα. Μάλιστα δεν φάγαμε επειδή ο μπαμπάς ήθελε να προλάβουμε την επιστροφή. Μάλλον και οι άλλοι είχαν την ίδια ιδέα, γιατί βρεθήκαμε σε μια ουρά πάρα πολλών αυτοκινήτων και πηγαίναμε όλοι σιγά-σιγά. Τροχαία δεν είχε και πάλι, αλλά τον «επενδυτή» τον πληρώσαμε και πάλι για να μας αφήσει να περάσουμε. Εγώ θυμήθηκα ότι παλιά, όταν οι «αυτοκινητόδρομοι» λέγονταν «εθνικές», άνοιγαν τα διόδια τέτοιες μέρες για να μη σχηματίζονται ουρές χιλιομέτρων, αλλά ο μπαμπάς μού είπε ότι ο «επενδυτής» είναι φτωχός και αν δεν τον πληρώσουμε δεν θα έχει να φάει και στεναχωρήθηκα πολύ.
Τα ξημερώματα της Τρίτης φτάσαμε στο σπίτι, κι ο μπαμπάς και η μαμά ξεκίνησαν αμέσως για τη δουλειά. Εγώ είχα κοιμηθεί στο αυτοκίνητο όλο το βράδυ και δεν νύσταζα, κι έβαλα να ακούσω ραδιόφωνο. Εκεί, μια κυρία έλεγε ότι οι Έλληνες έχουμε χρήματα, αλλιώς πώς βγήκαμε να κάνουμε Πάσχα στα χωριά μας, κι ότι η κυβέρνηση είναι καλή και κακώς διαμαρτυρόμαστε. Εγώ παραξενεύτηκα, αλλά μετά θυμήθηκα ότι αυτή η κυρία είναι αριστερή κι ότι το ραδιόφωνο που μίλαγε είναι αριστερό και ότι οι αριστεροί είναι όλοι καλοί άνθρωποι και έχουν πάντα δίκιο αν είναι με την κυβέρνηση. Μετά άκουσα έναν βουλευτή της κυβέρνησης να μας λέει ότι, αν είναι να δίνει 100 ευρώ ο παππούς στο εγγόνι του για να πιει καφέ, να του κόψουν καλύτερα 100 ευρώ και να τα δώσουν στα αφεντικά για να δώσουν δουλειά στον εγγονό και ντράπηκα, αλλά μετά θυμήθηκα ότι ο παππούς μου πέθανε όταν του μείωσαν πρώτη φορά τη σύνταξη και κατάλαβα ότι δεν το έλεγε για μένα.
Αργά το βράδυ που γύρισαν οι δικοί μου μού φέρανε ένα γλειφιτζούρι και χάρηκα πολύ, αλλά μετά θυμήθηκα τι έλεγε ο βουλευτής και τους είπα να το δώσουν στο αφεντικό τους για να έχει χρήματα να τους πληρώνει. Εκείνοι γέλασαν και μου είπαν πως δεν πειράζει. Μετά έφαγα το γλειφιτζούρι και πήγα για ύπνο.
Έτσι όμορφα πέρασα τις πασχαλινές μου διακοπές!