Περίπου 30 εκπροσώπους Αντιρατσιστικών Οργανώσεων και Μεταναστευτικών Κοινοτήτων υποδέχθηκε η Ζωή Κωνσταντοπούλου στη Βουλή χθες, ανήμερα της Παγκόσμιας Ημέρας κατά του Ρατσισμού - η οποία υπενθυμίζεται ότι καθιερώθηκε το 1966 από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών σε ανάμνηση της δολοφονίας 70 διαδηλωτών από την αστυνομία της ρατσιστικής Νοτίου Αφρικής. Η πρωτοβουλία πάρθηκε, όπως είπε η Πρόεδρος της Βουλής, προκειμένου «να τους γνωρίσουμε και να μας γνωρίσουν. Έχει επίσης σκοπό, να στείλουμε ένα μήνυμα ότι όταν λέμε υποδοχή και φιλοξενία εννοούμε κάτι τέτοιο και όχι Κέντρα Κράτησης, όπως της Αμυγδαλέζας».
Η κυρία Κωνσταντοπούλου αναφέρθηκε στην έξαρση του ρατσισμού τα τελευταία χρόνια, για την οποία υπήρξε κυβερνητική και κρατική ευθύνη, αφού ποτέ δεν ρυθμίστηκε αποτελεσματικά το καθεστώς ιθαγένειας των μεταναστών που έχουν ενσωματωθεί στην ελληνική κοινωνία, ούτε και των παιδιών τους που γεννιούνται, μεγαλώνουν και ενηλικιώνονται στη χώρα μας. «Οι αντιλήψεις για μια Ευρώπη φρούριο και για μια πολιτική ασύλου που τελικά αποκλείει ακόμη και την πρόσβαση του πρόσφυγα στις υπηρεσίες ασύλου, είναι μία πολιτική, η οποία οπισθοδρομεί και γυρνά τη χώρα πάρα – παρά πολύ πίσω, σε εποχές όπου δεν είχαν κατακτηθεί και εμπεδωθεί αρχές, που σήμερα, στα χαρτιά τουλάχιστον, θεωρούνται απολύτως κεκτημένες», σημείωσε.
Παρών στην εκδήλωση ήταν και ο γενικός γραμματέας της Βουλής Γιώργος Θαλάσσης, ο οποίος τόνισε ότι δεν πρέπει να επιβάλουμε σε κάποιον να έχει μόνο μία πατρίδα. «Μπορεί να αναγνωρίζει και ως Πατρίδα, την πατρίδα των γονιών του. Στην εποχή μας δεν χρειάζεται να έχουμε μία πατρίδα και μία ταυτότητα. Μπορούμε να έχουμε πολλές πατρίδες και πολλές ταυτότητες».
Πάνω σε αυτό το ζήτημα τοποθετήθηκε ο Ζούρι, Πρόεδρος του συλλόγου Μαροκινών στην Ελλάδα, ο οποίος δήλωσε ότι αισθάνεται περισσότερο Έλληνας από ότι Μαροκινός, αφού εδώ έχει ζήσει τα περισσότερα χρόνια της ζωής του. «Δεν αλλάζω την Ελλάδα με τίποτα», είπε χαρακτηριστικά. Αναφερόμενος στα υπαρκτά ακόμα προβλήματα των μεταναστών μίλησε για έξαρση του ρατσισμού από το 1990 και μετά, τις απειλές ακόμα και από αστυνομικά όργανα εναντίον τους, για τα βασανισμένα παιδιά στο Αλλοδαπών, αλλά και τις άδειες παραμονής όπου «για να δούν τα χαρτιά σου χρειάζεται να έχεις μίζα ή μέσον».
Στις δυσκολίες απόκτησης της ελληνικής ιθαγένειας αναφέρθηκε ο Αχμέτ, ο οποίος γεννήθηκε στο Αφγανιστάν και μεγάλωσε στην Ελλάδα. Ο ίδιος και τα αδέρφια του πρόλαβαν να αξιοποιήσουν το νόμο Ραγκούση και να αποκτήσουν ελληνική ιθαγένεια, στην περίπτωση των γονιών τους ωστόσο ζητείται πιστοποιητικό γέννησης και οικογενειακή κατάσταση από το Αφγανιστάν, πράγμα εξαιρετικά δύσκολο αφού -όπως εξηγεί ο Αχμέτ - εκεί δεν υπάρχουν δήμοι σε πάρα πολλά χωριά και πόλεις, ούτε και πρεσβεία της Ελλάδας στο Αφγανιστάν, της οποίας ζητείται επιπροσθέτως σφραγίδα.
Στη συζήτηση παρέστη και ο Αντώνης Σιγάλας, εκπρόσωπος της ΛΟΑΤ κοινότητας, ο οποίος τόνισε την ανυπαρξία οποιασδήποτε θεσμικής τους αναγνώρισης, αναφέροντας το παράδειγμα των ζευγαριών ανθρώπων του ίδιου φύλου ή των τράνς που δεν έχουν χαρτιά με το φύλο το οποίο οι ίδιοι ή οι ίδιες επέλεξαν.
(Πρώτη δημοσίευση: inagreece.gr)