«Είναι πολύ πιο εύκολο να είσαι ήρωας, παρά τίμιος. Ήρωας μπορείς να γίνεις μια φορά κατά τύχη, τίμιος όμως πρέπει να ‘σαι αδιάκοπα. Κι αυτό είναι το δύσκολο» έγραψε το 1917 ο Πιραντέλλο και η φράση του αυτή, διαχρονικά, μπορεί να βρει ενσαρκωτές σε λίγα μόνο πρόσωπα. Ένα από αυτά είναι αναμφίβολα ο Αλέξανδρος Παναγούλης, ο οποίος δεν ήταν μόνο ο διεθνώς αναγνωρισμένος ήρωας που προέβαλλε υποδειγματική αντίσταση τις πιο ζόρικες στιγμές της επτάχρονης δικτατορίας, αλλά και ο άνθρωπος με την έντιμη ματιά στα πολιτικά πράγματα που συνέχισε αδιάκοπα τον αγώνα του και μετά την πτώση της Χούντας για να ξεσκεπάσει τους συνεργάτες της στο στρατόπεδο των «δημοκρατικών». Η επιδίωξή του να συμβάλλει με όλες του τις δυνάμεις στην εξυγίανση της πολιτικής ζωής του τόπου - προϋπόθεση απαραίτητη για την ευημερία του - τον οδήγησε εν τέλει σε έναν τραγικό και άδικο θάνατο, που αν και όλα δείχνουν ότι ήταν δολοφονία, ‘ενδύθηκε’ τη μορφή του αυτοκινητιστικού δυστυχήματος.

Τα γεγονότα της ζωής του αποτελούν ατράνταχτη απόδειξη κατάταξής του στο στρατόπεδο των πιο γνήσιων αντιεξουσιαστών – παρά την κεντρώα ιδεολογία του - και ίσως τελικά η τοποθέτησή του κατά της θανατικής καταδίκης και η γενικότερη ήπια στάση του στη δίκη των πρωταιτίων της Χούντας να ήταν απλά το φυσικό επακόλουθο αυτής της στάσης ζωής του, αφού από τότε και εφεξής οι συνταγματάρχες δεν αποτελούσαν κίνδυνο για την πολιτική ζωή του τόπου.

Στον αντίποδα του παραδείγματος Παναγούλη βρίσκονται οι αντιδραστικές φωνές αυτού του τόπου που διαφωνούν με την προοπτική κατ’ οίκον εγκλεισμού του Σάββα Ξηρού και δεν αναθεωρούν τη στάση τους παρά τα αντικειμενικά δεδομένα και συγκεκριμένα τη διάγνωση της Διεύθυνσης Αναπηρίας του ΙΚΑ ότι έχει αναπηρία 98% (για όσους δεν γνωρίζουν, πάσχει από πολλαπλή σκλήρυνση κατά πλάκας και ένα συνδυασμό άλλων ασθενειών, όπως νευρολογικά προβλήματα, σχεδόν ολική τύφλωση και κώφωση) και τις διαβεβαιώσεις του ίδιου του Υπουργού Δικαιοσύνης ότι πλέον δεν μπορεί να κάνει σχεδόν τίποτα. Ζητούν υποκριτικά αξιοπρεπείς συνθήκες εγκλεισμού του εντός των φυλακών, αν και οι ίδιοι ποτέ δεν έδειξαν έμπρακτο ενδιαφέρον να τις εξασφαλίσουν, όταν διέθεταν εξουσία και πιο παχύ κρατικό κορβανά και είναι συνυπεύθυνοι για την επιδείνωση της υγείας του από τότε που εισήλθε σ’ αυτές. Στην ουσία θέλουν τώρα που το ‘ποντίκι’ πιάστηκε στη φάκα να βασανιστεί μέχρι θανάτου προς τέρψη των πιο πρωτόγονων ενστίκτων τους…

Ακολουθεί απόσπασμα από το βιβλίο της Οριάννας Φαλάτσι «Ένας Άντρας», στο οποίο η δημοσιογράφος και συγγραφέας διηγείται σκηνές από τη δίκη των συνταγματαρχών και μας μεταφέρει την στάση που κράτησε ο Α. Παναγούλης κατά τη διάρκειά της. Στάση που - όπως ειπώθηκε και παραπάνω - για τη δική του πολιτική αντίληψη και νοημοσύνη ήταν μάλλον φυσική, ωστόσο για την πλειοψηφία των ανθρώπων της εποχής μας είναι στην καλύτερη περίπτωση απλά άξια θαυμασμού -και ελπίζω να είναι αντιληπτή η ποιοτική διαφορά.

«Την άνοιξη του ’68  κι εμείς της Αντίστασης δικάσαμε τη Χούντα, κύριοι δικαστές. Και την καταδικάσαμε σε θάνατο με μια απόφαση της οποίας εγώ έγινα εκτελεστής όσον αφορούσε τον Παπαδόπουλο. Αλλά εμείς δικάσαμε ανθρώπους σε πλήρη εξουσία κι εσείς δικάζετε ανθρώπους που από καιρό έχασαν την εξουσία ή παραιτήθηκαν απ’ αυτή αυθόρμητα. Εμείς δεν ανήκαμε στην πολιτική τάξη που είχε προκαλέσει το πραξικόπημα με τα λάθη της, εσείς σε μια τέτοια πολιτική τάξη ανήκετε ακόμη, σε τέτοια κάστα. Έτσι που μαζί με τους 27 κατηγορούμενους που σήμερα βρίσκονται στην αίθουσα του Κορυδαλλού θα έπρεπε να είστε κι εσείς, κύριοι δικαστές. Εσείς που εφαρμόζετε τους νόμους τους και καταδικάζετε τους αντιπάλους. Και μαζί με εσάς θα έπρεπε να είναι και οι υπουργοί, οι υφυπουργοί, οι αυλοκόλακες που ακολούθησαν τους συνταγματάρχες, οι βιομήχανοι που υποστήριξαν το καθεστώς με το χρήμα τους, οι εκδότες και οι δημοσιογράφοι που το ευνόησαν με τη λιποψυχία τους. Χωρίς να υπολογίσουμε τους ψευτοαντιστασιακούς, τους ψευτοεπαναστάτες που έρχονται σήμερα σ’ αυτή την αίθουσα για να καταθέσουν σαν παθόντες, να καταγγείλουν, να υποδυθούν το ρόλο του θύματος, αυτοί που ποτέ δεν έκαναν τίποτε για να πολεμήσουν τη δικτατορία και μόνο από διορατική πονηριά δεν φώναξαν ‘ζήτω ο Παπαδόπουλος’. Στ’ αλήθεια πολλά πράγματα δεν αρέσουν σ’ αυτή τη δίκη, ούτε από φορμαλιστική ούτε από ηθική άποψη και για να κάνω την αρχή δεν αρέσει το γεγονός ότι τη στιγμή που την προπαρασκευάζατε αγνοήσατε μια πραγματικότητα τόσο πικρή όσο και ιστορική: Έπεσε μόνη της, πνιγμένη από τις δικές της ατιμίες, παραιτήθηκε τη νύχτα που ο Ιωαννίδης επέτρεψε στον Γκιζίκη να ξανακαλέσει τους πολιτικούς που είχαν εκπαραθυρωθεί με το πραξικόπημα. Αυτό μετράει υπέρ του Ιωαννίδη. Ας μην ξεχναμε ότι αυτός είχε τον έλεγχο μεγάλης μερίδας στρατού και δικούς του αξιωματικούς στις θέσεις κλειδιά του κράτους και θα μπορούσε να είχε αρνηθεί να παραιτηθεί από τη διοίκηση ή να απαιτήσει από τη νέα κυβέρνηση μια αμνηστία για τον ίδιο και τα μέλη της Χούντας. Ας μην ξεχνάμε ακόμη ότι ο Υπουργός Εθνικής Άμυνας Αβέρωφ κράτησε τον Ιωαννίδη επικεφαλής της ΕΣΑ και μετά του έδωσε τιμητική σύνταξη, αφήνοντάς τον για μήνες να καλλιεργεί τα τριαντάφυλλα του κήπου του. Αν ο ίδιος ο Ιωαννίδης δεν είχε καταστεί ένοχος προδοσίας συμμαχώντας με τον Παπαδόπουλο, θα μπορούσαμε να πούμε ότι του ανήκει κάθε δικαίωμα να αισθάνεται προδομένος. Εγώ στη θέση του θα φώναζα τον Αβέρωφ και θα τον ρωτούσα: «Τι παιχνίδι παίζουμε, Αβέρωφ; Πρώτα μ’ αφήνεις αρχηγό της στρατιωτικής αστυνομίας, μετά μου δίνεις τιμητική σύνταξη και μ’ αφήνεις να καλλιεργώ τα τριαντάφυλλα, μετά με συλλαμβάνεις και με φέρνεις στο δικαστήριο με κατηγορίες για τις οποίες προβλέπεται τουφεκισμός». Θα τον ρωτούσαν επίσης γιατί ο Γκιζίκης δεν εμφανίζεται στη δίκη. Όταν η Χούντα παραιτήθηκε εκείνος δεν ήταν Πρόεδρος της Δημοκρατίας; Αυτή η δίκη είναι μια κοροιδία, ένα στρατήγημα για να ξαναδώσει μια παρθενικότητα στους παλιούς αφέντες. Όσο για τις θανατικές ποινές που γράφετε, που έχετε ήδη γράψει, ας θυμηθούμε αυτό: στις πλατείες Λορέτο οι Μουσολίνηδες κρεμιούνται αμέσως ή ποτέ. Αν σε καιρούς δικτατορίας η τυρρανοκτονία είναι χρέος, σε καιρούς δημοκρατίας η συγχώρεση είναι μια αναγκαιότητα. Σε καιρούς δημοκρατίας η δικαιοσύνη δεν ασκείται ανοίγοντας τάφους.

Ήθελες μάλιστα να μιλήσεις με τον Ιωαννίδη και τον Παπαδόπουλο. Έλεγες ότι, αν κατάφερνες να διαβρώσεις την υπεροψία του πρώτου, να σπάσεις τη σιωπή του δεύτερου, θα μάθαινες που ήταν κρυμμένα τα αρχεία της ΕΣΑ, έτσι θα προμηθευόσουν γρήγορα τις αποδείξεις εναντίον του Αβέρωφ. Άλλωστε το να τους πλησιάσεις δεν ήταν δύσκολο: όπως οι άλλοι κατηγορούμενοι δεν βρίσκονταν σε κλούβα αλλά στο κέντρο της αίθουσας, μόλις προστατευμένοι από μια σειρά επιεικών φυλάκων. Αλλά αυτό το σχέδιο δεν υπολόγιζε τη ντροπαλοσύνη σου και τον παράξενο φόβο να τους προσβάλλεις: μόλις έμπαινες και αισθανόσουν πάνω σου τα φλας των φωτογράφων, τα σχόλια των δημοσιογράφων, τους ψίθυρους του κοινού, να-τος φτάνει-έφτασε, κρυβόσουν πίσω από μια κολώνα και δεν έβγαινες από κει ούτε όταν διακοπτόταν η συνεδρίαση. «Τα κατάφερες;» «Όχι, αύριο». «Το πήρες απόφαση;» «Όχι. Αύριο.» Μετά ένα πρωί έσφιξες τα δόντια και βγήκες σημαδεύοντας τον Παπαδόπουλο. Ήσουν τόσο αποφασισμένος να του μιλήσεις, θα του διηγιόσουν, που μετά από το πρώτο βήμα ένιωθες σχεδόν ήρεμος και μπορούσες να καταγράψεις τα πάντα: τη σιωπή που απλώθηκε ξαφνικά, τα χτυπήματα της καρδιάς σου, τα βλέμματα που σε ακολουθούσαν κατάπληκτα ενώ προχωρούσες προς αυτόν. Σε κοίταζε κι εκείνος άλλωστε, το πράσινο νερό του έλους ταραγμένο επιτέλους από έναν ανεπαίσθητο άνεμο, ένα χαμόγελο που δεν καταλάβαινες αν εξέφραζε ειρωνεία ή συμπάθεια και που ωστόσο ήταν μια ενθάρρυσνη, ένα κάλεσμα. Αλλά ακριβώς τη στιγμή που έφτανες κοντά του και τα μάτια σου συναντούσαν τα δικά του μάτια, μακρινές κι όμως ξεκάθαρες αναμνήσεις, μια μαύρη Λίνκολν που προχωράει κατά μήκος του δρόμου του Σουνίου, μέσα στη μαύρη Λίνκολν κάποιος που ποτέ δεν είδες, που ωστόσο πρέπει να σκοτώσεις, σκέψεις μακρινές κι όμως καυτές, ποιός ξέρει πως θα είναι αν τον κοιτάξεις στο πρόσωπο και καταλάβεις ότι είναι ένας άνθρωπος όμοιος με σένα, ξεχνάς τι αντιπροσωπεύει και το να τον σκοτώσεις γίνεται δύσκολο, επομένως καλύτερα να έχεις την αυταπάτη ότι σκοτώνεις ένα αυτοκίνητο, αυτό το απαίσιο αυτοκίνητο που τρέχει με εκατό χιλιόμετρα την ώρα, εκατό χιλιόμετρα είναι εκατό χιλιάδες μέτρα, μια ώρα είναι τρεις χιλιάδες εξιακόσια δευτερόλεπτα, κάθε δευτερόλεπτο ισοδυναμεί με 27 μέτρα, ένα δέκατο του δευτερολέπτου ισοδυναμεί με περίπου τρία μέτρα, και πόσο διαρκεί ένα δέκατο του δευτερολέπτου Θεέ μου, ούτε όσο ένα κλείσιμο του ματιού, ένα δέκατο του δευτερολέπτου είναι το πεπρωμένο, χίλια ένα, χίλια δύο, χίλια τρία, ακριβώς ενώ ξαναζούσες όλο αυτό και έκανες να κινήσεις τα χείλια και να πεις αυτό που δεν θα πίστευες ποτέ ότι μπορούσες να πεις, καλημέρα-κύριε-Παπαδόπουλε-θα-επιθυμούσα-να-σας-μιλήσω, από τον χώρο των προσκεκλημένων υψώθηκε μια γυναικεία στριγγλιά: «Παπαδόπουλε δήμιε! Ιωαννίδη δολοφόνε! Βρωμερά σκουλήκια στην κρεμάλα!» Κι αμέσως η αποφασιστικότητα σου εξαφανίστηκε. Του γύρισες τις πλάτες κι απομακρύνθηκες κοκκινίζοντας.

«Γιατί Αλέκο, γιατί;» «Γιατί ένιωσα τέτοια αμηχανία, τέτοια ντροπή! Ένας Θεός ξέρει πόσο τους πρόσβαλα εγώ, πόσο τους απείλησα, τους καταράστηκα, αλλά εκείνη την εποχή ήταν οι αφέντες κι εγώ βρισκόμουν στα δεσμά. Δεν προσβάλλεται ένας άνθρωπος στα δεσμά. Ούτε κι αν προηγουμένως ήταν τύρρανος. Αρκετά εγώ δεν ξαναπάω σ’ εκείνη την αίθουσα, δεν πρόκειται να ξαναπατήσω το πόδι μου εκεί.»

Και κράτησες την υπόσχεση. Αρνήθηκες ακόμη και να παρευρεθείς στην ανάγνωση της απόφασης. «Τον έχω ήδη ακούσει μια φορά τον δικαστή που αναγγέλει θανατική καταδίκη. Ξέρω τι σημαίνει να είσαι καταδικασμένος σε θάνατο.»

(…)

«Κανείς άλλος επιθυμεί να θέσει ερωτήσεις στον κύριο μάρτυρα;» επανέλαβε ο πρόεδρος. Και τότε κουνήθηκε ο Θεοφιλογιαννάκος. Κοπιαστικά, σαν να κατέβαλλε απερίγραπτη προσπάθεια, σηκώθηκε ακουμπώντας τα χέρια στη ράχη του πάγκου όπου καθόταν η σύζυγος με την τήβεννο. Όρθιος φαινόταν πολύ ψηλός, πολύ δυνατός:  φαρδιές πλάτες πυγμάχου, κοντόχοντρος και ρωμαλέος λαιμός, σαν αθλητής βαρέων βαρών. Κι όμως υπήρχε κάτι το εύθραυστο σ’ αυτόν, κάτι το πονεμένο ή κάτι το ταπεινωμένο, κάτι που προκαλούσε άθελα μεγάλο οίκτο. Τον ίδιο που αισθάνεται κανείς μπροστά σ’ έναν πεθαμένο ελέφαντα ή σ’ έναν νικημένο ρινόκερο. «Αλέκο…» Πάντοτε γραπωμένος από τη ράχη του παγκου, αγγίζοντας ελαφρά την τήβεννο της συζύγου που του ψιθύριζε αγανακτισμένα δεν ξέρω τι, απόθεσε τα φωτεινά μάτια πάνω στην πλάτη σου, καθάρισε το λαιμό και με βραχνή φωνή, ποτισμένη από θλίψη επανέλαβε το όνομά σου: «Αλέκο…» Περισσότερο από όνομα, μια παράκληση. Μια σπαρακτική πρόσκληση να γυρίσεις, να του χαρίσεις τουλάχιστον ένα γρήγορο βλέμμα. . «Αλέκο…» Έμεινες ακίνητος, κουφός. «Έχω να κάνω μία δήλωση, Αλέκο». «Οι δηλώσεις γίνονται στο δικαστήριο, όχι στους μάρτυρες», επέπληξε ο πρόεδρος. Ο Θεοφιλογιαννάκος έσκυψε το κεφάλι δίχως να ξεκολλήσει το βλέμμα από πάνω σου, που, το ήξερα, το αισθανόσουν να βαραίνει πάνω στη ράχη σου σαν μολυβένιο καπάκι. Αλλά δεν γύριζες και δεν θα γύριζες. «Εμπρός, ποιά είναι η δήλωσή σας;» συνέχισε ο πρόεδρος. Ο Θεοφιλογιαννάκος πήρε μια βαθιά ανάσα. «Αυτή, κύριοι. Ο Αλέκος…ο βουλευτής Παναγούλης δε διηγήθηκε όλα όα θα μπορούσε να διηγηθεί. Και όσα ανέφερε είναι αλήθεια. Τον παρακαλώ να πιστέψει ότι λυπάμαι που του φερθήκαμε όπως του φερθήκαμε. Τον παρακαλώ να πιστέψει ότι τον εκτιμώ πολύ, ότι πάντοτε τον εκτιμούσα, ότι και τότε τον εκτιμούσα, τον εκτιμούσαμε πολύ. Γιατί…» Εδώ η φωνή του κόπηκε, για ν’ αρχίσει αμέσως πάλι αλλά δυνατή και σίγουρη. «Γιατί, κύριοι, ήταν ο μοναδικός που δεν υπέκυψε! Ο μοναδικός που δε λύγισε ποτέ!»

Δεν κουνήθηκε ούτε ένας μυώνας του προσώπου σου, του κορμιού σου. Έμεινες απαθής, δεν άφησες να φανεί το παραμικρό σημάδι ότι είχες ακούσει. Διατηρώντας αυτή στάση, περίμενες πότε το δικαστήριο θα σε απέλυε και όταν ήρθε η στιγμή να φύγεις, να διανύσεις πάλι το διάδρομο, στράφηκες προς την αντίθετη μεριά από κείνη του Θεοφιλογιαννάκου, συνεχίζοντας να του προσφέρεις την πλάτη σου ή να του δείχνεις μόνο το προφίλ. Μετά, με την ίδια απάθεια, τον ίδιο ρυθμό, με το αριστερό χέρι διπλωμένο σε ορθή γωνία πάνω στην καρδιά όπου τα δάχτυλα έσφιγγαν την πίπα, το δεξί που αιωρούνταν σαν εκκρεμές για να συνοδεύσει το βήμα σου και το κεφάλι σταθερό, τα μάτια ακίνητα, εγκατέλειψες την αίθουσα. Ένα, δύο. Ένα, δύο. Ένα, δύο.»

(Πρώτη δημοσίευση: inagreece.gr)

Κυριακή Παπαναστασίου
Συντάκτης: Κυριακή Παπαναστασίου Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.