Τι ήταν αυτό που, πολλά χρόνια πριν, το μακρινό 1968, μας έκανε να ξεχωρίσουμε το «Η νύχτα των ζωντανών νεκρών» από πολλές άλλες, low budget παραγωγές του αμερικανικού κινηματογράφου; Οι συμβολισμοί και τα πολιτικά μηνύματα που συνόδευαν μια ταινία που – θεωρητικά – θα έπρεπε να χαρακτηριστεί «B-movie»; Η κλειστοφοβική ατμόσφαιρα και η σαφώς ντοκιμαντερίστικη αφήγηση, που τονίζονταν – τόσο ταιριαστά! – απ' το ασπρόμαυρο φιλμ; Οι τόσο ανόμοιοι χαρακτήρες των – επτά – ανθρώπων που, μέσα στο σπίτι-οχυρό πάλευαν να κρατήσουν εκτός τειχών τους σαρκοβόρους ζωντανούς - νεκρούς, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να μείνουν ζωντανοί; Ο μαύρος πρωταγωνιστής, που – όλως τυχαίως – ήταν εκείνος που ηγήθηκε του αγώνα της ομάδας των επτά να επιζήσουν κερδίζοντας – και διατηρώντας με τη δέουσα πυγμή – την «εξουσία» απ' τον (λευκό, και αρκετά μεγαλύτερό του σε ηλικία) ιδιοκτήτη του σπιτιού στο οποίο είχαν καταφύγει; Η απουσία του «χάπι εντ», καθώς στο τέλος ο πρωταγωνιστής, αν και ο μοναδικός επιζών, εκτελείται απ' τα ένοπλα αποσπάσματα που εκκαθαρίζουν την περιοχή απ' τα ζόμπι; Ίσως το ότι η ταινία δεν προβλήθηκε – τότε – στην Ελλάδα, καθώς η χούντα προτίμησε να αποφύγει να βγάλει στις αίθουσες μια ταινία που θα μπορούσε να δημιουργήσει περίεργους συνειρμούς με φόντο το δικτατορικό καθεστώς; Ό,τι κι αν ήταν, μας έκανε να ξεχωρίσουμε την «Νύχτα των ζωντανών νεκρών» και να αγαπήσουμε την κινηματογραφική ματιά του Τζορτζ Ρομέρο που, το βράδυ της Κυριακής 16 Ιουλίου, νικήθηκε απ' τον καρκίνο του πνεύμονα σε ένα νοσοκομείο του Τορόντο.
Το αν ήταν ή όχι στις προθέσεις του σκηνοθέτη να κάνει τόσο «πολιτική» μια ταινία τρόμου, θα παραμείνει αδιευκρίνιστο. Ακόμα και η επιλογή του – μαύρου – πρωταγωνιστή σε μια Αμερική που ελάχιστα χρόνια νωρίτερα είχε βιώσει άγριες φυλετικές ταραχές και δολοφονίες μαύρων στις Νότιες Πολιτείες της, που μετρούσε μια τριετία απ' τη δολοφονία του Μάλκομ – Χ και που, στο ίδιο έτος της δημιουργίας της ταινίας, έβλεπε τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ να πέφτει νεκρός από μια σφαίρα στο κεφάλι, ακριβώς όπως και ο πρωταγωνιστής, χαρακτηριζόταν από συνεργάτη του Ρομέρο τυχαία επιλογή.
Αν η επιλογή εκείνη ήταν τυχαία... πόσο τυχαία ήταν η επιλογή του σπιτιού-οχυρού; Μια τυπική, «λευκή» αγροικία, o ορισμός του «home» για τον W.A.S.P. (White Anglo-Saxon Protestant) μέσο Αμερικανό των early '60's, που με φόντο τον πόλεμο του Βιετνάμ, τις φυλετικές ταραχές, τους Μαύρους Πάνθηρες στα Βόρεια και το κίνημα των χίπις, έβλεπε τον κόσμο του να γκρεμίζεται. Αισθανόταν το 1968 ο μέσος W.A.S.P. Αμερικανός κυκλωμένος από ζόμπι; Οι σαρκοβόροι ζωντανοί-νεκροί που περιφέρονται έξω απ' την αγροικία πολιορκώντας την είναι αποτύπωση των προαναφερθέντων «απειλών»; Ή μήπως ο συμβολισμός είναι περισσότερο βαθύς; Μήπως τα ζόμπι είναι εκείνο στο οποίο μετατρέπεται ο μέσος Αμερικανός, με τη συμβολή τής – πανταχού παρούσας – τηλεόρασης, που στο φιλμ, κατέχει δεσπόζουσα θέση; Στην απομόνωσή τους μέσα στο σπίτι-οχυρό, οι επτά παρακολουθούν τα τεκταινόμενα από την τηλεόραση. Κι ο αρχηγός των ένοπλων αποσπασμάτων (εκείνων που στο τέλος της ταινίας θα φυτέψουν μια σφαίρα στο κεφάλι του – μοναδικού επιζώντα – πρωταγωνιστή), μέσω της τηλεόρασης κάνει, για πρώτη φορά, την εμφάνισή του.
Τυχαία ή όχι, ο Τζόρτζ Ρομέρο δημιούργησε μια ταινία-σταθμό. Μια ταινία που, χωρίς να συγκαταλέγεται σε 'κείνες της «τέχνης» (σ.σ.: είναι χωρίς αμφιβολία «εμπορική»), φέρνει τον θεατή αντιμέτωπο με τους χειρότερους φόβους του. Και όχι μόνο: τον ωθεί να συγκρίνει τα όσα βλέπει στην οθόνη με τη δική του καθημερινότητα. Είτε στην πρώτη προβολή της, το – μακρινό – 1968, είτε σήμερα. Τα ζόμπι βλέπετε, έχουν μια ανατριχιαστική ιδιότητα: ζουν – πάντα – ανάμεσά μας. Κι είναι από χθες διπλά θλιμμένα, μαθαίνοντας την απώλεια του – αδιαμφισβήτητου – πατέρα τους...