Ο Δημήτρης Παπαχαραλάμπους μας μιλάει για το πρόσφατο άλμπουμ «Τα φώτα στην πλατεία», στο οποίο υπογράφει τους στίχους, για τη σταθερή συνεργασία του με τον τραγουδιστή Πάνο Παπαϊωάννου και τον συνθέτη Χρυσόστομο Καραντωνίου, για τη μουσική και τους ανθρώπους της.
Τι μας φέρνει το νέο άλμπουμ;
Το νέο άλμπουμ έρχεται ως αποτέλεσμα της επιθυμίας μας να διερευνήσουμε περαιτέρω τους τρόπους με τους οποίους συνεργαζόμαστε οι τρεις μας, ο Χρυσόστομος Καραντωνίου, ο Πάνος Παπαϊωάννου κι εγώ, αλλά και τους τρόπους με τους οποίους επικοινωνούμε με τους ακροατές. Άξονας είναι η φωνή του Πάνου και η προσπάθειά μας να αναδείξουμε τις ερμηνευτικές του δυνατότητες. Ταυτόχρονα όμως μαζί με τον Χρυσόστομο θέλαμε να δείξουμε διαφορετικές δημιουργικές μας πλευρές και να δοκιμάσουμε πώς μπορούμε να συναντηθούμε σε καινούριους «τόπους».
Ο δίσκος κουβαλάει επίσης και τους πολύ σημαντικούς ανθρώπους που βοήθησαν στη δημιουργία του και επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό τη μορφή και το περιεχόμενό του: τον Κώστα Παρίση, τον Απόστολο Ρίζο, τη Μαρία Παπαγεωργίου, τους μουσικούς. Έτσι, κάτι που ξεκίνησε από εμάς τους τρεις κατέληξε υπόθεση μιας μεγάλης παρέας που δούλεψε με ενθουσιασμό και αγάπη.
Όσον αφορά τους στίχους, στο δίσκο αυτό υπάρχει πιο έντονος ο προσανατολισμός σε προσωπικά θέματα, τα οποία ανοίγουν ένα διάλογο μεταξύ τους, ενώ ταυτόχρονα δένουν και με το συλλογικό βίωμα. Άλλωστε, και ο τίτλος «Τα φώτα στην πλατεία» θέλαμε να λειτουργεί σαν κάλεσμα να ενώσουμε όλοι « τα εγώ μας» για μια κοινή εμπειρία και δράση στο δημόσιο χώρο, τόσο μεταφορικά, όσο και κυριολεκτικά. Γενικά, φιλοδοξία μας ήταν η ακρόαση ολόκληρου του δίσκου να δίνει στους ακροατές του πλούσια και διαφορετικά ερεθίσματα, να αφήνει την αίσθηση της ποικιλίας, του ξαφνιάσματος αλλά και της συνοχής, σαν μια διαδρομή που περνάει από πολλούς σταθμούς.
Η συνεργασία σας μετράει χρόνια και η ανταπόκριση του κοινού δείχνει ότι είναι επιτυχημένη. Τι έχεις συναντήσει στους άλλους δύο της παρέας;
Τα παιδιά έχουν μεταξύ τους μια μακρόχρονη σχέση φιλίας και συνεργασίας. Εγώ τους συνάντησα τα τελευταία χρόνια και η αλήθεια είναι ότι αμέσως νιώσαμε πολύ κοντά μεταξύ μας. Στον Πάνο εκτιμώ πολύ ότι, παρά τις δυσκολίες ή τις απογοητεύσεις, επιμένει να αντιμετωπίζει τους ανθρώπους και τις καταστάσεις καλοπροαίρετα και με μια αθωότητα. Χαίρομαι πολύ που βλέπω να εξελίσσεται συνεχώς ως τραγουδιστής, αποτέλεσμα της αγάπης και της αφοσίωσής του στο τραγούδι, αλλά και της συστηματικής μελέτης. Μου αρέσει που προσεγγίζει το κάθε τραγούδι με ενθουσιασμό, αλλά και με σοβαρότητα, σεμνότητα, ειλικρίνεια χωρίς έπαρση και προσποίηση. Νιώθω πως κουβαλάει το ήθος και τη χροιά των ερμηνευτών του ‘60 και του ’70, το δυναμισμό του’80 και του ’90 και την προσγειωμένη ευθύτητα που απαιτεί η εποχή μας.
Ο Χρυσόστομος είναι ένας ολοκληρωμένος δημιουργός, συνθέτης, βιρτουόζος της κλασσικής κιθάρας, ενορχηστρωτής. Είμαι σίγουρος ότι θα πάρει τη θέση που του αξίζει στο ελληνικό τραγούδι. Νομίζω ότι έχουμε βρει έναν ιδιαίτερο τρόπο να επικοινωνούμε, ο οποίος βασίζεται στην κοινή μας επιθυμία να δοκιμαστούμε σε πολλά και διαφορετικά πράγματα, στην αγάπη μας για όλα τα είδη του ελληνικού τραγουδιού, στην αμεσότητα ανταπόκρισης του ενός στις ιδέες του άλλου. Νομίζω ότι η συνεργασία μας βοήθησε πολύ και τους δύο να διευρύνουμε τις δυνατότητές μας και ήδη έχουμε γράψει μαζί- και συνεχίζουμε να γράφουμε- αρκετά τραγούδια που ελπίζω να βγουν προς τα έξω σύντομα.
Πώς είναι τα χρόνια της κρίσης για τους καλλιτέχνες αυτού του χώρου από οικονομική αλλά και καλλιτεχνική άποψη;
Εγώ έχω την τύχη να έχω μια σταθερή- προς το παρόν- εργασία. Ούτως ή άλλως είναι εντελώς αδύνατο να στηριχθείς οικονομικά στη στιχουργική με τα τωρινά δεδομένα. Με το Χρυσόστομο κάνουμε πλάκα καμιά φορά και λέμε πως ήμασταν άτυχοι που δε συναντηθήκαμε δέκα χρόνια πιο πριν, για να προλάβουμε και λίγο από τις εποχές που ήταν πιο ευνοϊκές οικονομικά. Η αλήθεια, βέβαια, είναι ότι για τους επαγγελματίες ανθρώπους της μουσικής, δηλαδή όλους αυτούς τους μουσικούς, συνθέτες, τραγουδιστές που αποφάσισαν με πολλές προσωπικές και οικονομικές θυσίες να αφιερώσουν τη ζωή τους στη μουσική, με πολλά χρόνια μελέτης, σπουδών, τα πράγματα δεν ήταν ποτέ εύκολα, αλλά τα τελευταία χρόνια φυσικά οι δυσκολίες είναι ανυπέρβλητες. Η συναναστροφή μου και η συνεργασία με πολλούς σημαντικούς και ταλαντούχους ανθρώπους που αδυνατούν να εξασφαλίσουν τα στοιχειώδη, είναι κάτι που μεγαλώνει μέσα μου το αίσθημα της θλίψης και της αδικίας που, ούτως ή άλλως, κυριαρχεί σήμερα σε όλους μας. Κι εδώ θα πρέπει να υπογραμμίσω ότι ακόμα και στις περιπτώσεις που βλέπουμε κάποιο τραγούδι να γνωρίζει σχετική επιτυχία ή να γίνονται κάποιες εμφανίσεις, το οικονομικό αντίκρισμα είναι συνήθως πολύ μικρό ή εντελώς ανύπαρκτο.
Από την άλλη πλευρά, όμως, η παραγωγή και η δημιουργία στο ελληνικό τραγούδι, κόντρα σε όλες τις αντιξοότητες γνωρίζει μια άνθιση τόσο ποσοτική, όσο και ποιοτική. Αυτό γίνεται χάρη στην αλληλοβοήθεια μουσικών και δημιουργών, που εξασφαλίζει την ολοκλήρωση ενός έργου αλλά και δημιουργεί ένα περιβάλλον αλληλεγγύης στο χώρο της ελληνικής μουσικής. Από αυτή την άποψη αισθάνομαι πολύ τυχερός που έχω γίνει μέρος τέτοιων μικρών, αλλά πολύτιμων καλλιτεχνικά και συναισθηματικά, μουσικών κοινοτήτων.
Επηρεάζει, πιστεύετε, η κρίση τη σχέση του ακροατή με τη μουσική;
Η ανάγκη του ανθρώπου για τη μουσική είναι κάτι προαιώνιο, άρα και σταθερό. Όμως νομίζω ότι η σχέση μας μαζί της μπορεί να αλλοιωθεί, ακόμα και από οικονομικά ή τεχνολογικά δεδομένα. Για παράδειγμα η κατάρρευση της αγοράς στη δισκογραφία, δεν είναι μόνο οικονομικό φαινόμενο. Η απαξίωση της οικονομικής διάστασης ενός δίσκου, ενέχει τον κίνδυνο και της καλλιτεχνικής του απαξίωσης. Όχι μόνο γιατί δυσχεραίνει τις διαδικασίες παραγωγής και δημιουργίας και δεν εξασφαλίζει υλικά και ψυχικά τους συντελεστές έτσι ώστε να συνεχίσουν το έργο τους, αλλά και γιατί επιπλέον τους περιθωριοποιεί κοινωνικά και οδηγεί και σε καλλιτεχνικές εκπτώσεις: Για παράδειγμα, η αποσπασματική και με κάκιστη ποιότητα ήχου ακρόαση στο διαδίκτυο, εκτός του ότι καθιστά τα αλλοτινά αιτήματα για «υψηλή πιστότητα» όνειρα θερινής νυχτός, επιπλέον, αλλοιώνει την ενιαία διάσταση ενός μουσικού έργου και καθιστά συχνά την ακρόαση της μουσικής από μια διαδικασία συνειδητής επιλογής και αφοσίωσης, σε περιστασιακή και ανυπόληπτη εμπειρία. Γι αυτό ορισμένες φορές η απόσταση που χωρίζει το δωρεάν, το τζάμπα και το τίποτα είναι πολύ μικρή. Το ίδιο ισχύει και με την ακύρωση της υλικής διάστασης ενός δίσκου. Ανήκω σε μια γενιά που θεωρούσε ως πιο πολύτιμα αποκτήματά της τα βιβλία, τους δίσκους της ή τα cd , τα οποία καταλάμβαναν την πιο περίοπτη θέση στο σπίτι μας. Τα βιβλία εξακολουθούν να την κατέχουν γιατί ευτυχώς αντέχουν ακόμα στον ψηφιακό κατακλυσμό, κάτι όμως που δεν ισχύει με τους δίσκους και τα τραγούδια που βρέθηκαν είτε καταχωνιασμένα στο πατάρι γιατί πιάνανε χώρο, είτε σωρευμένα κατά εκατοντάδες σε folder του υπολογιστή. Δυστυχώς αυτός ο υποβιβασμός επηρεάζει και τη θέση που έχει στην καρδιά μας, όχι τόσο ίσως το μουσικό αποτέλεσμα, όσο η διαδικασία της μουσικής δημιουργίας.
Πως βλέπεις τις εξελίξεις στο ζήτημα της ΑΕΠΙ;
Το ζήτημα της ΑΕΠΙ σχετίζεται άμεσα με την απαξίωση της μουσικής στο οποίο αναφερθήκαμε προηγουμένως. Δυστυχώς οι πρόσφατες εξελίξεις γίνονται στη σκιά πολύ δυσάρεστων παραμέτρων: Πρώτα απ ‘όλα είναι ντροπιαστικό που η λειτουργία της εταιρίας με αδιαφάνεια και χωρίς κανένα έλεγχο για τόσες δεκαετίες συνέβαινε με την ανοχή ή στήριξη του κράτους, των παραγόντων της μουσικής βιομηχανίας και ως ένα βαθμό και των ίδιων των δημιουργών. Όμως, όπως φαίνεται, ούτε σήμερα η πολιτεία είναι αποφασισμένη να προχωρήσει σε αποφασιστικές κινήσεις για την εξυγίανση της εταιρίας, την αποδέσμευση από τον φαύλο έλεγχο της προηγούμενης διοίκησης. Επίσης, οι δημιουργοί δείχνουν απέναντι σε αυτό το κρίσιμο ζήτημα όχι μόνο αναποφάσιστοι - το οποίο θα ήταν και ως ένα βαθμό αναμενόμενο καθώς, όντως μοιάζει δύσκολη η επιλογή της πιο αποτελεσματικής λύσης γι αυτή τη χρόνια δυσώδη κατάσταση- αλλά και διχασμένοι, εξαπολύοντας κατηγορίες και υπόνοιες για ύποπτες συναλλαγές οι μεν για τους δε. Νομίζω μάλιστα ότι αυτή η κρίση εγκυμονεί τους μεγαλύτερους κινδύνους για το μέλλον του ελληνικού τραγουδιού.