Για το προσφυγικό, τη "σκληρή προτεσταντική γερμανική πολιτική της λιτότητας", το κουαρτέτο των θεσμών - με έμφαση στις αντικοινωνικές προτάσεις του ΔΝΤ - και το μέλλον της Ελλάδας και της Ευρώπης μίλησε στο διεθνές τηλεοπτικό δίκτυο Russia Today και στη Σοφία Σεβαρντνάτζε - κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στη Μόσχα - ο Πρόεδρος της Βουλής, κ. Νικόλαος Βούτσης.
Όπως τόνισε, η ΕΕ ζητά πειθαρχία από την Ελλάδα, χωρίς η ίδια να είναι πειθαρχημένη στην εφαρμογή της συμφωνίας για την αντιμετώπιση της προσφυγικής κρίσης. Ειδικότερα, αν και είχε δεσμευτεί να επιτρέψει την είσοδο αρχικά 60.000 και στη συνέχεια 160.000 προσφύγων, δεν ανταποκρίθηκε σε αυτό το «μέρισμα ευθύνης», αφού τελικά έχει απορροφήσει μόνο το 1/10 από αυτούς. Επιπλέον, εντός της Ε.Ε. υπάρχουν ακραίες φωνές που ζητούν τη μετατροπή ορισμένων χωρών σε τεράστια hotspots (όπως είναι η Ιορδανία και ο Λίβανος για τη Μέση Ανατολή). «Αυτή η εξέλιξη, προφανώς, θα αποκρουστεί από τη χώρα μας, όπως και από την πλειοψηφία των χωρών της ΕΕ. Νομίζω ότι τα πράγματα θα πάνε πολύ καλύτερα και πως δεν θα ζήσουμε με κλειστά τα σύνορα, έτσι όπως μας έχουν επιβάλλει μέχρι τώρα» είπε.
Αναφορικά με το μέλλον της ΕΕ, εκτίμησε ότι η πιθανότητα να κλείσει ο ιστορικός αυτός κύκλος αυξάνεται, όσο συνεχίζεται η σκληρή προτεσταντική γερμανική λογική της λιτότητας. «Υπάρχουν δυνάμεις, όπως είναι ο ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα, οι Ποδέμος στην Ισπανία και άλλες δυνάμεις της αριστεράς, της παραδοσιακής σοσιαλ-δημοκρατίας, που βλέπουν μια έξοδο από την κρίση με κοινωνική σύγκλιση των δυνάμεων και με υπεράσπιση των εργασιακών δικαιωμάτων και των αξιών της Ευρώπης. Και υπάρχουν άλλες δυνάμεις, της δεξιάς και της ακροδεξιάς, οι οποίες στο όνομα του αντισυστημισμού θέλουν να γυρίσουμε σε μια Ευρώπη όπου η κάθε χώρα θα αναδιπλωθεί στον εαυτό της, και να υπάρξουν ξανά 40-50 εθνικές οντότητες που θα αλληλοανταγωνίζονται και θα δημιουργούν καινούργιους διχασμούς, με φράχτες και με όλο τον υπόλοιπο κόσμο αλλά και με φράχτες μεταξύ τους. Αυτή η ακροδεξιά αντισυστημική εμφανιζόμενη λογική δεν έχει, προφανώς, καμία σχέση με μια Ευρώπη των λαών, ενωμένη και σε προοδευτική κατεύθυνση, όπως επιθυμούν τα κόμματα, ένα εκ των οποίων εκπροσωπώ και εγώ» σημείωσε.
Ο κ. Βούτσης επισήμανε ότι ο ρυθμός και ο αριθμός των μεταρρυθμίσεων που γίνονται σε μεγάλους τομείς της οικονομίας στην Ελλάδα θα ακολουθήσει μια πορεία, έτσι ώστε η κοινωνία - που βρίσκεται στα όρια της ανθρωπιστικής καταστροφής - να μείνει όρθια. «Αυτό είναι το πεδίο στο οποίο δοκιμαζόμαστε, και το 2017 θα είναι πολύ κρίσιμο έτος. Πιστεύουμε πως η χώρα θα μπει στην ποσοτική επέκταση της ΕΚΤ έτσι ώστε, και με την αξιοποίηση του πακέτου Γιούνκερ για τις επενδύσεις να μπορέσει πραγματικά η οικονομία μας να αναπτυχθεί, να μπούμε στις αγορές και να μπορέσουμε το κοινωνικό θετικό πρόσημο, το οποίο βάζουμε σε κάθε μας ενέργεια, να γίνει αντιληπτό από όλο τον κόσμο» είπε, υπενθυμίζοντας ότι ήδη η ανεργία είναι 3,5 μονάδες κάτω, 2-2,5 εκ. ανασφάλιστοι Έλληνες έχουν πρόσβαση στο σύστημα της Υγείας παρ’ ότι δεν έχουν συμπληρωμένα τα ασφαλιστικά τους δικαιώματα, καθώς και ότι δόθηκαν 620 εκατομμύρια ευρώ από το πλεόνασμα στους χαμηλοσυνταξιούχους.
Χαρακτήρισε συμβιβασμούς που «αγγίζουν την ίδια μας τη συνείδηση, όχι μόνο τη σχέση μας με τη κοινωνία» τις μειώσεις συντάξεων και τις εκτεταμένες ιδιωτικοποιήσεις τομέων που θα έπρεπε να μείνουν στο δημόσιο, επανέλαβε ωστόσο ότι στόχος είναι η έξοδος στις αγορές το συντομότερο δυνατό, ώστε να «μπορέσουμε ύστερα, μέχρι το 2019 που έχουμε τη λαϊκή εντολή, να ανασυστήσουμε και μερικά από τα δικαιώματα που τώρα έχουν περισταλεί και που προκαλούν και σε εμάς πόνο και πρόβλημα».
Ο κ. Βούτσης τόνισε ότι από τη μία, το ΔΝΤ είναι φορέας αντικοινωνικών προτάσεων (π.χ. οριζόντιο κόψιμο συντάξεων, μισθών και κοινωνικών επιδομάτων/απελευθέρωση ομαδικών απολύσεων), επομένως θα το προτιμούσε εκτός προγράμματος και από την άλλη, οι υπόλοιποι θεσμοί θέλουν πολύ υψηλά ετήσια πλεονάσματα της τάξης του 3,5% για πολλά χρόνια, «πράγμα το οποίο είναι εντελώς αδύνατο για μια οικονομία η οποία βρίσκεται σε ύφεση εδώ και επτά χρόνια». Όπως ενημέρωσε αυτό που διαπραγματεύεται ο πρωθυπουργός είναι πλεονάσματα της τάξεως του 2-2,5%, εκ των οποίων το 1 ή 1,5% να πηγαίνει για κοινωνικές παροχές ή για την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
«Το μεγαλύτερο ποσό από αυτό που έχει δανειστεί η Ελλάδα έχει επιστραφεί με άμεσους ή έμμεσους τρόπους στους δανειστές και στους εταίρους, στις τράπεζές τους και ιδιαίτερα στη Γερμανία. Ενδεχομένως, μάλιστα, αυτά τα χρόνια να είναι θετικό το πρόσημο του τι έχει κερδίσει η Γερμανία σε σχέση με αυτά που έχει δανείσει. Άρα δεν είναι οικονομική η συζήτηση που γίνεται. Θα έλεγα πως είναι σαφώς πολιτική συζήτηση, όχι ακριβώς ιδεολογική –αριστερά έναντι δεξιάς– αλλά πολιτική με την έννοια σε ποια κατεύθυνση θα βαδίσει η ΕΕ για να γίνει μια οικονομική δύναμη, ανταγωνιστική, υπολογίσιμη κ.τ.λ.» κατέληξε.