Δεν αντίκειται επί της αρχής στο δίκαιο της ΕΕ ο ελληνικός θεσμός της προέγκρισης για τις ομαδικές απολύσεις, αποφάνθηκε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο με αφορμή την υπόθεση της ΑΓΕΤ Ηρακλής. Ωστόσο, αναφέρει ότι η ελληνική νομοθεσία στο ζήτημα των ομαδικών απολύσεων είναι διατυπωμένη κατά τρόπο γενικό και ασαφή και ως εκ τούτου δεν μπορεί να θεωρηθεί συμβατή με την ευρωπαϊκή νομοθεσία επί του θέματος.

Εκδόθηκε τελικά η πολυαναμενόμενη απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, την τοποθέτηση του οποίου είχε ζητήσει το Συμβούλιο της Επικρατείας, προκειμένου το τελευταίο να αποφανθεί γύρω από την υπόθεση των ομαδικών απολύσεων της ΑΓΕΤ Ηρακλής. Η απόφαση του Ευρωδικαστηρίου είχε αναδειχθεί σε μείζον ζήτημα της διαπραγμάτευσης, καθώς το δικαστήριο θα αποφαινόταν εάν το ισχύον θεσμικό πλαίσιο της διοικητικής προέγκρισης για τις ομαδικές απολύσεις, που ισχύει στην Ελλάδα, είναι συμβατό ή όχι με το ευρωπαϊκό δίκαιο.

Πιο συγκεκριμένα, με βάση το υπάρχον αυτό πλαίσιο, μία επιχείρηση στην Ελλάδα, άνω των 150 εργαζομένων, προκειμένου να προχωρήσει σε ομαδική απόλυση χρειάζεται να λάβει πρώτα την έγκριση του Υπουργείου Εργασίας (με την υπογραφή του Γενικού Γραμματέα ή του Γενικού Διευθυντή Εργασίας).

Η διαδικασία αυτή αμφισβητήθηκε από την εταιρεία τσιμέντου ΑΓΕΤ Ηρακλής, όταν πριν από μερικά χρόνια η εταιρεία ήθελε να προχωρήσει σε κλείσιμο ενός εργοστασίου στη Χαλκίδα και κατάργηση 236 θέσεων εργασίας και δεν έλαβε την έγκριση από την τότε ηγεσία του Υπουργείου Εργασίας.

Η εταιρεία προσέφυγε στο Συμβούλιο της Επικρατείας και το τελευταίο υπέβαλε προδικαστικό ερώτημα στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για το εάν η συγκεκριμένη διαδικασία που ισχύει στην Ελλάδα είναι σύμφωνη με την κοινοτική οδηγία για τις ομαδικές απολύσεις, αλλά και με την ελευθερία εγκατάστασης των επιχειρήσεων που κατοχυρώνεται από τις Συνθήκες της ΕΕ. Σε περίπτωση αρνητικής απάντησης, το Συμβούλιο της Επικρατείας ρώτησε επίσης εάν η εθνική ρύθμιση μπορεί, παρά ταύτα, να κριθεί συμβατή με το δίκαιο της ΕΕ, δεδομένου ότι η Ελλάδα αντιμετωπίζει οξεία οικονομική κρίση και ιδιαίτερα αυξημένη ανεργία.

Εν τέλει, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο εξέδωσε σήμερα την απόφασή του, στην οποία αναφέρει ότι επί της αρχής, το ελληνικό σύστημα διοικητικής προέγκρισης για τις ομαδικές απολύσεις δεν παραβιάζει την αρχή της ελεύθερης εγκατάστασης των επιχειρήσεων, ωστόσο τονίζει ότι η νομοθεσία γύρω από το θέμα είναι διατυπωμένη κατά τρόπο γενικό και ασαφή, προκρίνοντας την αλλαγή του νόμου και τη σύσταση ενός πιο αυστηρού πλαισίου.

Αναλυτικότερα, όπως σημειώνει στην απόφασή του το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, στην Ελλάδα, εάν δεν επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ των μερών (δηλαδή μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων) σχετικά με σχέδιο ομαδικών απολύσεων, ο νομάρχης ή ο υπουργός Εργασίας δύνανται, λαμβάνοντας υπόψη τρία κριτήρια (τις συνθήκες στην αγορά εργασίας, την κατάσταση της επιχείρησης και το συμφέρον της εθνικής οικονομίας) να μην επιτρέψουν την πραγματοποίηση μέρους ή του συνόλου των σχεδιαζόμενων απολύσεων. Εάν το σχέδιο των απολύσεων δεν εγκριθεί, δεν μπορεί να υλοποιηθεί.

Σχετικά με αυτό, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο υπογραμμίζει στην απόφασή του ότι το δίκαιο της ΕΕ δεν απαγορεύει κατ’ αρχήν σε κράτος-μέλος να εναντιώνεται, υπό ορισμένες περιστάσεις, σε ομαδικές απολύσεις προκειμένου να προστατεύονται οι εργαζόμενοι και η απασχόληση.

Ωστόσο, επισημαίνει ότι στο πλαίσιο μιας τέτοιας εθνικής ρύθμισης, «η οποία πρέπει να κατατείνει στον συγκερασμό και στη δίκαιη εξισορρόπηση μεταξύ, αφενός, της προστασίας των εργαζομένων και της απασχόλησης και, αφετέρου, της ελευθερίας εγκατάστασης και της επιχειρηματικής ελευθερίας των εργοδοτών», τα προβλεπόμενα από τον νόμο κριτήρια τα οποία πρέπει να εφαρμόζει η αρμόδια αρχή, προκειμένου να εναντιωθεί σε σχέδιο ομαδικών απολύσεων «δεν μπορούν να είναι διατυπωμένα κατά τρόπο γενικό και ασαφή».

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο κρίνει ότι η οδηγία της ΕΕ για τις ομαδικές απολύσεις δεν αντιτίθεται καταρχήν, σε εθνική ρύθμιση που παρέχει σε δημόσια αρχή την εξουσία να μην επιτρέψει ομαδικές απολύσεις με αιτιολογημένη απόφαση που εκδίδει μετά από εξέταση του φακέλου και συνεκτίμηση προκαθορισμένων ουσιαστικών κριτηρίων, υπό την προϋπόθεση ότι η ρύθμιση αυτή δεν καθιστά την οδηγία άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας.

«Η οδηγία θα καθίστατο άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας εάν, ιδίως, λόγω των εφαρμοζόμενων από την εθνική αρχή κριτηρίων, αποκλειόταν στην πράξη κάθε δυνατότητα του εργοδότη να προβεί σε ομαδικές απολύσεις», αναφέρει στη σημερινή απόφασή του το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.

Συνεπώς, σημειώνεται στην απόφαση, εναπόκειται στο ελληνικό δικαστήριο το οποίο επιλήφθηκε της υπόθεσης να εξετάσει εάν, λόγω των εφαρμοζόμενων από τις ελληνικές αρχές κριτηρίων αξιολογήσεως, η οδηγία 98/59 καθίσταται άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας, υπό την έννοια ότι οι εργοδότες δεν έχουν ουσιαστικά καμία δυνατότητα πραγματοποίησης ομαδικών απολύσεων.

Εν συνεχεία, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο εξετάζει τη συμβατότητα της ελληνικής νομοθεσίας με την αρχή της ελευθερίας εγκατάστασης των επιχειρήσεων στην ΕΕ. Εν προκειμένω κρίνει, συναφώς, ότι η ελληνική ρύθμιση ενδέχεται να αποτελέσει σοβαρό εμπόδιο για την άσκηση της ελευθερίας εγκατάστασης στην Ελλάδα. Συγκεκριμένα, «μια τέτοια ρύθμιση είναι ικανή να καταστήσει εξαρχής λιγότερο ελκυστική την πρόσβαση στην ελληνική αγορά και, εν συνεχεία, να περιορίσει σημαντικά ή και να εξαλείψει τη δυνατότητα των επιχειρήσεων άλλων κρατών-μελών να ρυθμίσουν τη δραστηριότητά τους ή και να την παύσουν, αποδεσμεύοντας, στο πλαίσιο αυτό, τους εργαζομένους τους οποίους έχουν προηγουμένως προσλάβει». Κατά συνέπεια, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο διαπιστώνει περιορισμό της ελευθερίας εγκατάστασης.

Περαιτέρω, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο εξετάζει τα τρία κριτήρια βάσει των οποίων οι ελληνικές αρχές οφείλουν να εξετάζουν τα σχέδια ομαδικών απολύσεων. Το Δικαστήριο κρίνει ότι το πρώτο κριτήριο (συμφέρον της εθνικής οικονομίας) δεν μπορεί να γίνει δεκτό, καθώς η επίτευξη σκοπών οικονομικής φύσης δεν μπορεί να αποτελέσει λόγο γενικού συμφέροντος που να δικαιολογεί περιορισμό ελευθερίας όπως είναι η ελευθερία εγκατάστασης των επιχειρήσεων.

Αντιθέτως, όσον αφορά τα δύο άλλα κριτήρια εκτίμησης (κατάσταση της επιχείρησης και συνθήκες της αγοράς εργασίας), μπορεί καταρχήν, όπως αναφέρει, να γίνει δεκτό ότι σχετίζονται με την προστασία των εργαζομένων και της απασχόλησης, που αποτελούν θεμιτούς σκοπούς γενικού συμφέροντος. Το Δικαστήριο διαπιστώνει, ωστόσο, ότι τα δύο αυτά κριτήρια έχουν διατυπωθεί κατά τρόπο υπέρμετρα γενικό και ασαφή.

Κατά συνέπεια, «οι ενδιαφερόμενοι εργοδότες δεν γνωρίζουν υπό ποιες συγκεκριμένες και αντικειμενικές περιστάσεις μπορούν οι ελληνικές αρχές να εναντιωθούν σε σχέδια ομαδικών απολύσεων: οι περιπτώσεις είναι πολυάριθμες, απροσδιόριστες και μη προσδιορίσιμες, τα δε κριτήρια αυτά παρέχουν στις ελληνικές αρχές ευρύ περιθώριο εκτίμησης που δεν μπορεί ευχερώς να ελεγχθεί. Τέτοια κριτήρια, τα οποία είναι ασαφή και δεν στηρίζονται σε αντικειμενικές και δυνάμενες να ελεγχθούν προϋποθέσεις, υπερβαίνουν το αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών και, ως εκ τούτου, δεν ικανοποιούν τις επιταγές της αρχής της αναλογικότητας», αναφέρει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.

Τέλος, απαντώντας στο δεύτερο ερώτημα του ΣτΕ, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αποφαίνεται ότι το γεγονός ότι σε ένα κράτος-μέλος επικρατούν συνθήκες χαρακτηριζόμενες από οξεία οικονομική κρίση και ιδιαίτερα υψηλό δείκτη ανεργίας, δεν διαφοροποιεί την προηγούμενη λύση. Συγκεκριμένα, ούτε η οδηγία ούτε η Συνθήκη για την ΕΕ προβλέπουν δυνατότητα παρέκκλισης εφόσον επικρατούν τέτοιες συνθήκες σε εθνικό επίπεδο, καταλήγει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.

Η συγκεκριμένη απόφαση του Ευρωδικαστηρίου αποτελούσε επιχείρημα της ελληνικής πλευράς στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης για τη δεύτερη αξιολόγηση, απέναντι στην επιμονή των δανειστών -και βασικά του ΔΝΤ- να μπει άμεσα θέμα απελευθέρωσης των ομαδικών απολύσεων. Η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου που εκκρεμούσε, υποστήριζε η ελληνική πλευρά, θα όριζε και το θεσμικό πλαίσιο με βάση το οποίο θα υποχρεωνόταν να νομοθετήσει η ελληνική κυβέρνηση. Τελικά, η απόφαση, παρ’ ότι δε «δικαιώνει» πλήρως το ελληνικό σύστημα προέγκρισης για τις απολύσεις, δεν είναι τόσο αρνητική για τον εν λόγω θεσμό όσο αναμενόταν τους προηγούμενους μήνες.

 

Υπ. Εργασίας: Δικαίωση των ελληνικών θέσεων η απόφαση του Ευρωδικαστηρίου

Το Υπουργείο Εργασίας εξέδωσε ανακοίνωση, σχολιάζοντας την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου:

«Η απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) επί της προσφυγής της Ανώνυμης Γενικής Εταιρίας Τσιμέντων Ηρακλής (ΑΓΕΤ Ηρακλής) δεν επιβεβαιώνει τις μέχρι σήμερα αρνητικές εκτιμήσεις για απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων.

Καταρχάς πρέπει να διευκρινίσουμε πως η απόφαση του Δικαστηρίου δεν αφορά στα ισχύοντα όρια των ομαδικών απολύσεων, τα οποία είναι απολύτως συμβατά με το ενωσιακό δίκαιο. Η κρίση του Δικαστηρίου περιορίζεται στο ζήτημα της διοικητικής προέγκρισης των απολύσεων, καθώς και στα κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη κατά τη λήψη της απόφασης από τη δημόσια αρχή.

Η σημερινή απόφαση του Δικαστηρίου δικαιώνει τις θέσεις της ελληνικής κυβέρνησης, καθώς κρίνει ότι είναι συμβατή με το ενωσιακό δίκαιο η ρύθμιση που δίνει σε δημόσια αρχή την εξουσία να μην επιτρέπει ομαδικές απολύσεις με αιτιολογημένη απόφαση και έπειτα από ουσιαστικό έλεγχο. Το Δικαστήριο ορίζει επίσης ότι τα κριτήρια βάσει των οποίων οι ελληνικές αρχές οφείλουν να εξετάζουν τα σχέδια των ομαδικών απολύσεων πρέπει να είναι περισσότερο εξειδικευμένα απ’ ό,τι είναι σήμερα.

Συνεπώς, η Ελλάδα μπορεί να συμμορφωθεί με την απόφαση του Δικαστηρίου με τροποποιήσεις των ισχυουσών διατάξεων διατηρώντας ένα σύστημα ουσιαστικής διοικητικής προέγκρισης των ομαδικών απολύσεων και όχι καταργώντας το, όπως αρκετοί θα ήλπιζαν ή είχαν προεξοφλήσει ότι θα συμβεί».

 

ΓΣΕΕ: Αναντίστοιχη των προσδοκιών των εργαζομένων η απόφαση

«Αναντίστοιχο των προσδοκιών των εργαζομένων σε όλη την Ευρώπη για θωράκιση του ευρωπαϊκού κοινωνικού κεκτημένου απέναντι στη μονοσήμαντη επιβολή των οικονομικών ελευθεριών εμφανίζεται το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), μετά τη δημοσίευση της απόφασής του για την υπόθεση των ομαδικών απολύσεων στην ΑΓΕΤ ΗΡΑΚΛΗΣ», επισημαίνει σε ανακοίνωσή της η ΓΣΕΕ.

«Η συγκεκριμένη απόφαση αναμένεται να εντείνει τις παράλογες απαιτήσεις των θεσμών, που εκπροσωπούν τους δανειστές της χώρας, την ευθύνη, όμως, για τον τρόπο ενσωμάτωσης της απόφασης στην ελληνική νομοθεσία φέρει αποκλειστικά η ελληνική κυβέρνηση».

«Δεδομένου ότι αυτό που αναμένεται πλέον είναι η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας επί της υπόθεσης συνολικά»- υπογραμμίζει η ΓΣΕΕ -«ζητούμε από την κυβέρνηση, λόγω της υποχρέωσης συμμόρφωσης στην απόφαση του ΔΕΕ (και όχι στους δανειστές) να λάβει υπόψη της την επίσημη και γραπτή συμφωνία της ΓΣΕΕ και των εργοδοτικών οργανώσεων ότι δεν επιθυμούν κάποια αλλαγή στο εθνικό πλαίσιο των ομαδικών απολύσεων, που έγινε αρχικά υπό το ILO το 2014 και επαναβεβαιώθηκε το 2016».

Και προσθέτει ότι «η κυβέρνηση, παράλληλα, οφείλει α) να λάβει υπόψη της τη συμφωνία εργοδοτών–εργαζομένων, που περιέχεται στην από 22/01/2014 απόφαση για την αναβάθμιση των αρμοδιοτήτων και του ρόλου της Ολομέλειας του Ανωτάτου Συμβουλίου Εργασίας ως προς τη διαδικασία των ομαδικών απολύσεων και β), χωρίς καμία καθυστέρηση, να ενισχύσει τον έλεγχο στις κρίσιμες διαδικασίες ενημέρωσης και διαβούλευσης των εργαζομένων στο πλαίσιο ομαδικών απολύσεων, όπως, επίσης να αυστηροποιήσει και τα πρόστιμα σε περίπτωση παραβίασής τους. Είναι απαράδεκτο στη διαβάθμιση της σημασίας των παραβάσεων η έλλειψη ενημέρωσης και διαβούλευσης των εργαζομένων να είναι χαρακτηρισμένο ως παράβαση ‘χαμηλής προτεραιότητας’.

Η κυβέρνηση πρέπει, επιτέλους να δηλώσει ανοιχτά ποιος είναι ο σκοπός των σχεδιαζόμενων παράλληλων παρεμβάσεων στις ομαδικές απολύσεις, στην απεργία και το συνδικαλιστικό νόμο. Ποιες επιχειρηματικές αναδιαρθρώσεις σκοπεύουν να εξυπηρετηθούν ή ποιες επενδύσεις με την εγγύηση τριτοκοσμικών όρων εργασίας περιμένουν να γίνουν σε αντάλλαγμα της περαιτέρω μείωσης του επιπέδου προστασίας των εργαζομένων».

Σε κάθε περίπτωση, σημειώνει η ΓΣΕΕ, «το υπουργείο Εργασίας πρέπει να προχωρήσει άμεσα στη λήψη αποφάσεων, προκειμένου να ληφθούν τα απαραίτητα αντισταθμιστικά μέτρα για την αντιμετώπιση της εργοδοτικής παραβατικότητας, κρίσιμη πτυχή της οποίας είναι οι εικονικές αναδιαρθρώσεις με μόνιμα θύματα τους εργαζόμενους».

 

ΚΚΕ: Στο καλάθι των αχρήστων οι αποφάσεις του Ευρ. Δικαστηρίου και η κοροϊδία της κυβέρνησης

«Η σημερινή απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου όχι μόνο νομιμοποιεί τη σημερινή μνημονιακή εργασιακή ζούγκλα, αλλά και ανοίγει τον δρόμο για την περαιτέρω απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων», τονίζει σε ανακοίνωσή του το ΚΚΕ.

«Είναι μια απόφαση που εκθέτει την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ και τα παραμύθια που πουλάει, ότι δήθεν το ‘κεκτημένο’ και οι ‘βέλτιστες πρακτικές’ της ΕΕ θα προστατεύσουν τους εργαζόμενους».

«Ο εργασιακός μεσαίωνας, η διαρκής ανασφάλεια και η ένταση της εκμετάλλευσης είναι οι ‘αξίες’ της ΕΕ, ως ο θεματοφύλακας των επιταγών και των απαιτήσεων του κεφαλαίου», προσθέτει η ανακοίνωση του κόμματος, καταλήγοντας: «Οι εργαζόμενοι να ‘πετάξουν στο καλάθι των αχρήστων’ τόσο τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου όσο και την κοροϊδία της κυβέρνησης. Η απόκρουση παλιών και νέων αντεργατικών μέτρων, η ικανοποίηση των σύγχρονων αναγκών περνά μέσα απ’ τον αγώνα για τη ριζική ανατροπή αυτής της πολιτικής και όσων την υπηρετούν».

 

Γιώργος Διάκος
Συντάκτης: Γιώργος Διάκος Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.