Είναι αλήθεια πως τα τηλεοπτικά talents shows, έχουν ένα βασικό γνώρισμα. Η τέχνη ξεδιπλώνεται πάντα με τη μορφή ενός διαγωνισμού. Υπάρχει πάντα μια μάχη ανάμεσα σε παίκτες, υπάρχουν οι «φάσεις», τις οποίες πρέπει να «περάσουν» μία μία οι διαγωνιζόμενοι, υπάρχουν νικητές και ηττημένοι.
Πέρα από τα άλλα στοιχεία του τηλεοπτικού θεάματος, αυτό το «διαγωνιστικό» πλαίσιο εγείρει πολλούς προβληματισμούς. Από αυτό όμως μέχρι τον «πρωταθλητισμό» υπάρχει μια απόσταση. Την οποία φαίνεται ότι έσπευσε να καλύψει ένα από τα μουσικά talent shows, τελευταίας γενιάς, που προβάλλονται τώρα στην τηλεόραση. Το Rising Star του ΑΝΤ1.
Σκηνικό φανταχτερό (και «υπερβολικό» για τα δεδομένα της εποχής). Κόσμος που κάθεται αμφιθεατρικά και μπροστά μια κριτική επιτροπή. Οι κριτές επιλέγουν σε προκαταρκτικές οντισιόν τους παίκτες, οι οποίοι «δοκιμάζονται» στην κάθε live εκπομπή του show. Στο live, οδηγούνται σε ένα σκοτεινό χώρο, μπροστά από έναν τοίχο-κονσόλα που ανεβοκατεβαίνει με μηχανισμό. Ο τοίχος χωρίζει τους παίκτες από τους κριτές και το κοινό. Για να «περάσουν», χρειάζεται να τραγουδήσουν καλά και να «σηκώσουν» τον τοίχο. Από τι εξαρτάται αυτό; Καθώς τραγουδά ο παίκτης, εμφανίζεται δίπλα του ένας…μετρητής που μετρά την απόδοση του παίκτη επί τοις εκατό. Αυτή καθορίζεται από την ψηφοφορία του κοινού και της κριτικής επιτροπής. Για να «σηκωθεί» ο τοίχος και να «περάσει» ο διαγωνιζόμενος, χρειάζεται να φτάσει το 70%...
Κι εδώ τίθενται μια σειρά από ερωτήματα: Δεν μπορεί κάποιος να είναι καλύτερος στο τελείωμα ενός τραγουδιού και χειρότερος στην αρχή (υπάρχει και το άγχος βρε αδερφέ…); Αν είναι έτσι, πώς θα καταφέρει να φτάσει έγκαιρα το επιτρεπτό επίπεδο για να «σηκώσει τον τοίχο; Έπειτα, γιατί 70% και όχι 50 ή 60%; Ούτε πανελλήνιες να ήταν…
Γιατί ο διαγωνιζόμενος πρέπει να κλείνεται σε ένα σκοτεινό χώρο;
Κυρίως όμως κάτι άλλο. Βλέποντας τις προάλλες έναν παίκτη, μετά από αποτυχημένη προσπάθεια, να λιποθυμά απ’ την ένταση, αναρωτήθηκα:
Πώς είναι να τραγουδά κανείς μπροστά σε …τοίχο;
Γ. Δ.