Συνάντηση με τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο θα έχει σε λίγη ώρα στο Μέγαρο Μαξίμου ο Αλέξης Τσίπρας κι ενώ η σκληρή αντιπαράθεση μεταξύ κυβέρνησης και Εκκλησίας βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη.
Η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος κατέληξε σήμερα σε ομόφωνη απόφαση να ζητηθεί συνάντηση του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου με τον πρωθυπουργό, εντός της ημέρας, προκειμένου να του εκθέσει τις απόψεις και τη σύμφωνη γνώμη της Ιεραρχίας σε ό,τι αφορά το μάθημα των θρησκευτικών.
Για το ίδιο θέμα έχει ζητηθεί συνάντηση και με τον πρόεδρο των ΑΝΕΛ Πάνο Καμμένο. Τον Προκαθήμενο της Εκκλησίας της Ελλάδος θα συνοδεύουν στο Μέγαρο Μαξίμου, οι μητροπολίτες Μονεμβασίας και Σπάρτης Ευστάθιος, Φθιώτιδος Νικόλαος και Μεσογαίας και Λαυρεωτικής Νικόλαος, καθώς επίσης και ο νομικός σύμβουλος της Εκκλησίας της Ελλάδος Θεόδωρος Παπαγεωργίου. Παρών στη συνάντηση φαίνεται να είναι και ο Υπουργός Παιδείας.
Πάντως, μόλις πριν λίγες ώρες ο εκπρόσωπος της Αρχιεπισκοπής Χάρης Κονιδάρης μετέφερε την άρνηση του Αρχιεπισκόπου να συναντηθεί με το Νίκο Φίλη, σε συνέντευξη που παραχώρησε στο Vima FM.
«Ο αρχιεπίσκοπος δεν έχει καμία διάθεση να συναντηθεί με τον Υπουργό Παιδείας, διότι εξύβρισε και συκοφάντησε την εκκλησία με τρόπο χυδαίο και σκαιό» είπε ο κ. Κονιδάρης. Πρόσθεσε δε πως «ουσιαστικά, ο κ. Φίλης είπε απίστευτα ψεύδη, σε σχέση με την διεξαγωγή του διαλόγου ή σε σχέση με ό,τι διημείφθη στη διάρκεια του δείπνου που παράθεσε ο πρωθυπουργός στον Αρχιεπίσκοπο, την Πέμπτη 1η Σεπτεμβρίου. Είπε δηλαδή ότι το μάθημα των Θρησκευτικών συζητήθηκε στη διάρκεια αυτού του δείπνου, ενώ το μόνο ζήτημα το οποίο συζητήθηκε ήταν η αξιοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας».
«Δεν υπάρχει καμία σύγκρουση εκκλησίας – κυβέρνησης» τόνισε ο εκπρόσωπος της Αρχιεπισκοπής. «Υπάρχει σύγκρουση Εκκλησίας και ιδεοληπτικών εμμονών. Και όποιος φοράει το θεσμικό κουστούμι, οφείλει να το φορά σωστά και όχι παράταιρα. Ας φορέσει το θεσμικό του κουστούμι και ας σεβαστεί τον θεσμό που έχει απέναντι του και η Εκκλησία δεν έχει κανένα πρόβλημα», συμπλήρωσε ο κ. Κονιδάρης.
Όλα αυτά στο φόντο των όσων είπε χθες ο κ.κ. Ιερώνυμος, κατά την εισήγησή του στην έναρξη των εργασιών της Ιεράς Συνόδου. Ο Αρχιεπίσκοπος τόνισε ότι ο διαχωρισμός Εκκλησίας – Κράτους μπορεί να γίνει μόνο με τη «συγκατάθεση αυτού του λαού», παραπέμποντας σαφώς σε διενέργεια δημοψηφίσματος.
Ο Αρχιεπίσκοπος δανείστηκε, ακόμα, την άποψη του Μητροπολίτη Πειραιώς Σεραφείμ, κατηγορώντας την Αριστερά για «αποτυχημένα αθεϊστικά ιδεολογήματα» και τονίζοντας ότι «οι αντιλήψεις περί χωρισμού είναι του περασμένου αιώνα που γεννήθηκαν κάτω από μισαλλόδοξο αντιθρησκευτικό και αντικληρικαλιστικό λαϊκιστικό πνεύμα». Υποστήριξε δε ότι «η Πολιτεία ούτε θέλει, αλλ’ ούτε μπορεί πράγματι να χωρισθή από την Εκκλησία με όρους κοινωνίας».
Ως προς τα θρησκευτικά, ο Αρχιεπίσκοπος ζήτησε «υλοποίηση της ληφθείσης αποφάσεως στη Βουλή την Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 2016 σύμφωνα με την οποία θα συνεχισθή η συνεργασία μέσα από αμοιβαίο διάλογο από μηδενική βάση Εκκλησίας – Πολιτείας για το περιεχόμενο του μαθήματος των Θρησκευτικών».
Αναλυτικά, ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος μιλώντας χθες στην Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος, είπε τα εξής γύρω από το εν λόγω θέμα:
«Για το κεφάλαιο αυτό θα δανεισθώ τις σκέψεις του αγαπητού αδελφού, του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πειραιώς κ. Σεραφείμ: ‘Το πρόταγμα του λεγομένου χωρισμού επαναλαμβάνεται από προφανώς αμοίρους Νομικής παιδείας, οι οποίοι με εφαλτήριο το λεγόμενο θράσος αγνοίας τους θέτουν προς κατεδάφιση ό,τι συνιστά το κράτος δικαίου που επί διακόσια χρόνια σχεδόν πύργωσε ο λαός μας με αίμα και ιδρώτα.
Τα κόμματα της αριστεράς με τη γνωστή φιλοσοφικοκοινωνική βιοκοσμοθεωρία του κομμουνιστικού κοσμοειδώλου, όπως γνώρισε τον χωρισμό αυτό ο καταρρεύσας υπαρκτός σοσιαλισμός στο ανατολικό μπλοκ που στην ουσία ήταν διωγμός της θρησκευτικής πίστεως, ελαύνονται από αποτυχημένα αθεϊστικά ιδεολογήματα και συναντώται με τα υπόλοιπα κόμματα του νεοφιλελεύθερου χώρου κάτω από τις ντιρεκτίβες της Νέας Εποχής και της Νέας Τάξεως.
Μιλούν για χωρισμό Εκκλησίας και Κράτους, διάβαζε Έθνους, επικαλούμενοι δήθεν προοδευτικά συνθήματα. Οι αντιλήψεις όμως περί χωρισμού είναι του περασμένου αιώνα που γεννήθηκαν κάτω από μισαλλόδοξο αντιθρησκευτικό και αντικληρικαλιστικό λαϊκιστικό πνεύμα, που δεν συμβιβάζεται με τις σημερινές κοινωνικές, πολιτειακές και θρησκευτικές αντιλήψεις’.
Ο χωρισμός χωρίς να ληφθούν υπ’ όψιν η συλλειτουργία των κοινωνικών θεσμών, η ιδιομορφία του πολιτιστικού και Εθνικού παρελθόντος, οι αντιλήψεις και η ιδιοσυγκρασία του Ελληνικού λαού είναι μία αφελής συνθηματολογία που περιέχει μόνο άγνοια και προκατάληψη».
Η προσωπική μου άποψη είναι ότι η Πολιτεία ούτε θέλει, αλλ’ ούτε μπορεί πράγματι να χωρισθή από την Εκκλησία με όρους κοινωνίας, όπως δεν μπορεί να χωρισθή από οποιαδήποτε ‘γνωστή θρησκεία’.
Προφανώς μπορεί η Πολιτεία να επιβάλλει με ιδεολογικά κριτήρια τον χωρισμό της Εκκλησίας από τις θεσμικές λειτουργίες του Κράτους, αλλά δεν μπορεί να επιβάλλει και τον χωρισμό της Εκκλησίας από την Κοινωνία, αφ’ ενός μεν γιατί ο όρος χωρισμός δεν υπάρχει στην πνευματική αποστολή της Εκκλησίας, η οποία συνάπτει και τα διεστώτα, αφ’ ετέρου δε γιατί η εντυπωσιακή ιστορική αντοχή της πνευματικής σχέσεώς της με τον λαό παραμένει αλώβητη ή και ενισχύεται από τις ιδεολογικές προκλήσεις, όπως αποδείχθηκε επίσης από την ιστορική αντοχή των Ορθοδόξων Εκκλησιών της Ανατολής στην καταπιεστική των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού.
Η Εκκλησία, η οποία οφείλει να ορίζει τις σχέσεις της προς την Πολιτεία με όρους κοινωνίας και όχι με όρους ιδεολογίας, δεν γνωρίζει τον όρο ‘χωρισμός’ στην πνευματική της αποστολή, αφού δεν μπορεί να τον εφαρμόσει στην κοινωνία, έστω και αν επιβληθεί μονομερώς από την Πολιτεία με ιδεολογικούς όρους, γι’ αυτό την οριστική απάντηση στο ζήτημα αυτό τη δίνει πάντοτε, ‘θάττον ή βράδιον» ο ίδιος ο ευλαβής ελληνικός λαός.
Η Εκκλησία κατά την άποψή μου δεν πρέπει να ζητήσει ποτέ τον χωρισμό από το λαό της, γιατί αυτό επιδιώκεται. Εκεί αποβλέπει το εγχείρημα. Η Εκκλησία υπήρξε, είναι και θα υπάρχει μάνα αυτού του λαού με ό,τι αυτό σημαίνει. Η Πολιτεία αν το θελήσει και έχει την συγκατάθεση αυτού του λαού ας το επιχειρήσει τηρώντας βεβαίως τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει απέναντι της Εκκλησίας και τις σχετικές συμβάσεις.
Το ζήτημα των σχέσεων Κράτους και Εκκλησίας υπήρξε πάντοτε μείζον θέμα για δύο ολόκληρες χιλιετίες και προκάλεσε πάντοτε απρόβλεπτες πολιτικές, εκκλησιαστικές και κοινωνικές εντάσεις, ιδιαίτερα όταν αντιμετωπίσθηκε από τις δύο πλευρές με δογματική ιδεολογική ή εκκλησιαστική εσωστρέφεια. Οι σοβαρότερες κρίσεις σχέσεως Εκκλησίας και Πολιτείας πάντοτε κατέληξαν σε συμβατικές ρυθμίσεις μετά από οξύτατες και αλυσιτελείς αντιπαραθέσεις, οι οποίες υπήρξαν πάντοτε οδυνηρές για τους χριστιανικούς λαούς τόσο της Ανατολής όσο και της Δύσης και με σύγχρονες προοπτικές.
Η σύνδεση της προτάσεως για την αναθεώρηση του άρθρου 3 του Συντάγματος με την ιδεολογική πρότασή του για χωρισμό Εκκλησίας και Πολιτείας υπερβαίνει τα όρια αρμοδιοτήτων όχι μόνον της Επιτροπής της Βουλής. Άλλωστε οι σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας ούτε είναι, ούτε μπορεί να είναι μια προσωπική η ιδεολογική υπόθεση εργασίας, αφού είναι υπόθεση ενός λαού και μάλιστα όχι μόνο με μεγάλο ιστορικό βάθος. Όλη αυτή η επιδίωξις είναι ρήξις ιδεών».