Οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα (MSF) παρουσίασαν χθες έκθεση για τους ευάλωτους πρόσφυγες στην Ελλάδα με τίτλο: «Στην Ελλάδα του 2016: Οι ευάλωτοι άνθρωποι μένουν πίσω». Πρόκειται για μια αναλυτική παρουσίαση της κατάστασης που επικρατεί στους χώρους διαμονής των προσφύγων, η οποία αποτιμάται αρνητικά: «Οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης αποτελούν ακόμη τον κανόνα για το σύνολο των ανθρώπων που είναι εγκλωβισμένοι στους καταυλισμούς της χώρας.»
«Παρά τις εκατοντάδες εκατομμυρίων που έχουν δοθεί στην ελληνική κυβέρνηση και στις διεθνείς ΜΚΟ, η ανθρωπιστική ανταπόκριση παραμένει ανεπαρκής και πολύ αργή.» Όπως εύκολα καταλαβαίνει κανείς, αυτή η κατάσταση δυσκολεύει ακόμα περισσότερο την κατάσταση των πιο ευάλωτων ομάδων και η συγκεκριμένη έκθεση εξηγεί πώς συμβαίνει αυτό με αναλυτικά παραδείγματα και στοιχεία.
Αρχικά οι MSF παρουσιάζουν τις συνθήκες διαμονής των προσφύγων. Από άποψη υποδομών η στέγαση κρίνεται ακατάλληλη για την αντιμετώπιση τόσο της ζέστης όσο και της υγρασίας και των χειμερινών καιρικών συνθηκών. Επιπλέον παρατηρούνται ελλείψεις στις υπηρεσίες που προσφέρονται στους καταυλισμούς. «Συγκεκριμένα:
- Τα είδη προσωπικής υγιεινής δεν διανέμονται σε τακτική βάση.
- Η ποιότητα του φαγητού είναι κακή.
- Οι τουαλέτες και άλλοι χώροι παραμένουν χωρίς φωτισμό κατά τη διάρκεια της νύχτας.
- Η διαχείριση των αποβλήτων είναι ανεπαρκής.
- Σε κάποιους καταυλισμούς, οι χώροι για το πλύσιμο πιάτων και ρούχων δεν είναι πάντα σύμφωνοι με τα διεθνή πρότυπα.
- Σαπούνι και νερό δεν είναι πάντα διαθέσιμα έξω από τις τουαλέτες ενώ σε ορισμένους καταυλισμούς, υλικά καθαρισμού για τα container δεν έχουν διανεμηθεί από τον Ιούνιο.»
Ιδιαίτερα ακατάλληλες κρίνονται οι συνθήκες για τους ανήλικους ασυνόδευτους πρόσφυγες: «(…) τα παιδιά αυτά συνεχίζουν να κρατούνται στα hotspot, παραβιάζοντας όχι μόνο την ελληνική νομοθεσία και τους ευρωπαϊκούς κανονισμούς, αλλά και τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις κυριότερες συνθήκες προστασίας ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τις οποίες έχει υπογράψει και η Ελλάδα».
Οι συνθήκες που περιγράφονται κρίνονται επικίνδυνες για τους πρόσφυγες που αντιμετωπίζουν προβλήματα υγείας ή κάποια άλλη ειδική δυσκολία: τα θύματα βίας ή άλλων μορφών κακομεταχείρισης, τα άτομα με ψυχιατρικές διαταραχές, οι άνθρωποι με σωματική αναπηρία, ασθενείς που χρειάζονται ειδική διατροφή, οι έγκυες γυναίκες και τα νεογνά.
Το πρώτο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν τα ευάλωτα άτομα είναι «ένα κενό σε σχέση με την ταυτοποίηση» τους, το οποίο μπορεί να τους στερήσει τη βοήθειας που δικαιούνται, όπως η προστασία από τον κίνδυνο απέλασης κατά την άφιξη. Οι MSF παρατηρούν λάθη κατά τη διαδικασία ταυτοποίησης αλλά και καθυστέρηση στην έκδοση των πιστοποιητικών ευαλωτότητας.
Στη συνέχεια οι MSF κάνουν λόγο για δυσκολία στην πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη. Αυτή μπορεί να οφείλεται στην έλλειψη πληροφόρησης των προσφύγων και του προσωπικού των νοσοκομείων, στη έλλειψη πόρων των νοσοκομείων, πολιτισμικών διαμεσολαβητών, στη δυσκολία μεταφοράς αλλά και στην έλλειψη διαδικασιών παραπομπής από το ΕΣΥ, που για κάποιους ασθενείς μπορεί να είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη στερώντας τους την κατάλληλη στέγαση που χρειάζονται.
Στο σημείο αυτό οι MSF αναγνωρίζουν τη δράση των εθελοντών που προσπαθούν «να καλύψουν τα κενά που δεν καλύπτονται από την πολιτεία ή/και από φιλανθρωπικούς οργανισμούς ή απλά να προτείνουν έναν εναλλακτικό τρόπο υποδοχής των ανθρώπων. Οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα χαιρετίζουμε με ανακούφιση αυτές τις πρωτοβουλίες, ωστόσο είναι ευθύνη του κράτους να παρέχει κατάλληλη στέγαση για τους ανθρώπους που έχουν εγκλωβιστεί στην Ελλάδα.»
«Η σημερινή κατάσταση αντανακλά τη συνολική ανεπάρκεια του ελληνικού συστήματος κοινωνικής πρόνοιας και τη βραδύτητα των φορέων στην παροχή κατάλληλης υποστήριξης και διαμονής σε ιδιαίτερα ευάλωτα άτομα», εξηγούν.
Όλες αυτές οι δυσκολίες που παρουσιάζονται στην πρώτη χώρα της Ευρώπης επιβαρύνουν τους πρόσφυγες ψυχολογικά. «Τα ευρήματά μας δείχνουν ότι πολλοί υποφέρουν από συμπτώματα άγχους, κατάθλιψης, και διαταραχή μετατραυματικού στρες.» Αυτό επηρεάζει αρνητικά τους ασθενείς που βρίσκονται ανάμεσά τους. «(…) Αποδεικνύεται ότι η ψυχολογική κατάσταση της συντριπτικής πλειοψηφίας των ασθενών επιδεινώνεται από τους καθημερινούς στρεσογόνους παράγοντες εκτοπισμού.» Οι παράγοντες παρατίθενται: οι συνθήκες διαβίωσης στους καταυλισμούς, η έλλειψη νομικής πληροφόρησης και βοήθειας, η αβεβαιότητα για το μέλλον, το αίσθημα ανασφάλειας, η απομόνωση και οι διακρίσεις, η κατάρρευση της οικογενειακής συνοχής που μπορεί να σημαίνει εξασθένηση της γονικής προστασίας (λόγω αδυναμίας του γονιού να προσφέρει όσα θέλει) και αλλαγή των ρόλων που έχουν συνηθίσει τα μέλη της οικογένειας.
«Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, οι ψυχικές ασθένειες οφείλονται κυρίως σε εξωγενείς παράγοντες, παρά σε προϋπάρχουσες εγγενείς ψυχιατρικές διαταραχές.»
Τέλος η έκθεση καταλήγει στο συμπέρασμα πως «οι Αρχές, τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, θα πρέπει να αλλάξουν την προσέγγιση αποτροπής τους και να επενδύσουν σε μια πιο ανθρωπιστική υποδοχή, ώστε να διασφαλιστεί ο σεβασμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων και να αποφευχθούν περαιτέρω ιατρικές και ανθρωπιστικές συνέπειες.» Συγκεκριμένα προτείνουν «εύρεση εναλλακτικών λύσεων στο ισχύον σύστημα εγκατάστασης σε καταυλισμούς, προγράμματα χρηματοδότησης για την κάλυψη των αναγκών των ευάλωτων ανθρώπων, παροχή αποτελεσματικής πρόσβασης στην υγειονομική περίθαλψη, ανάπτυξη και ενίσχυση ασφαλών και νόμιμων διαύλων σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.»
Κάντε κλικ εδώ για να δείτε ολόκληρο το κείμενο της έκθεσης.